“Εγώ δεν είμαι ποιητής, είμαι στιχάκι. Είμαι στιχάκι της στιγμής πάνω σε τοίχο φυλακής και σε παγκάκι. Με τραγουδάνε οι τρελοί και οι αλήτες…”

Ads

Έφυγε από τη ζωή ο μπροστάρης των Λοξών. Κι εμείς Φάλαγγα από πίσω του να μη μπορούμε να πιστέψουμε το μαντάτο. Μπαρκάρισε ο Νικόλας Παπάζογλου, μας άφησε μόνους σήμερα να ακούμε τα τραγούδια του ξανά, εις μνήμην αυτή τη φορά, και να θρηνούμε τις στιγμές μας που φύγανε κι αυτές προ πολλού. Απίστευτο το χαμπέρι. Είχαμε ακόμα την εικόνα του την τοτινή μες στα μάτια μας όλοι. Πάνω στην καλοκαιρινή εξέδρα με το μαντήλι το κόκκινο και τον παράξενο λυγμό στη φωνή. Ο τραγουδοποιός της γενιάς μας, το ίνδαλμα της εφηβείας και των φοιτητικών μας χρόνων, ο άνθρωπος που συντρόφεψε τους έρωτές μας, τον πόνο και τη χαρά μας, τη ζωή μας την όμορφη με τις μελωδίες και τους στίχους του, με τη φωνή του, πέρασε στην αιωνιότητα όπως και οι μέρες μας, ανεπιστρεπτί πλέον. Όσο ήτανε στη ζωή ο Παπάζογλου, κι ας μην τον βλέπαμε πια, νιώθαμε πως είναι ζωντανό και το παρελθόν μας. Νιώθαμε πως μπορεί μια μέρα να το ξαναζήσουμε. Με τη φλόγα του αναπτήρα να τρεμοπαίζει ξανά μπροστά σε μια εξέδρα που πάνω της θα τραγουδήσει κάποτε. Σήμερα όμως τέρμα οι ελπίδες οι απατηλές. Μια ολόκληρη γενιά θρηνεί τον νεανικό εαυτό της σήμερα. Πεθάνανε τα καλύτερά μας χρόνια σήμερα, ανήμερα Κυριακή του Λαζάρου, δίχως ελπίδα ανάστασης. Στο καφενείο του Γιάκοβου, στην ψαρόσκαλα της Χίου πριν από δεκαπέντε χρόνια, Ιούλιος μήνας με φεγγάρι γεμάτο, μας είχε βρει το ξημέρωμα με τους ήχους του μπαγλαμά του, με τη φωνή του να υπάρχει μονάχα για μας, για την παρέα που ξεκοκάλισε τη συναγρίδα, την κερδισμένη από εκείνον σε μια λοταρία. Τυχερός ο Νικόλας στα ψάρια. Τυχεροί κι εμείς στη ζωή. Μας έλαχε να τον συναντήσουμε και να μάθουμε από μικροί, όσοι νιώσανε την ψυχή του, πως και οι λοξοί του κόσμου τούτου μπορούνε να πάρουνε την εκδίκησή τους. Την εκδίκηση της γυφτιάς. Προσωπικά ο Νικόλας Παπάζογλου με σημάδεψε. Με διαμόρφωσε ως άνθρωπο και ως συγγραφέα. Του χρωστάω πολλά. Η λοξή του φάλαγγα φώτισε την ψυχή μου να δει τους λοξούς του κόσμου, να λοξέψει κι αυτή για να ζήσει. Τον ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου, υποκλίνομαι και θρηνώ. Γιάννης Μακριδάκης