Ραντεβού αύριο, 15 Μαρτίου 2011 στις 4μμ, στο πρώτο νεκροταφείο για το «Καλό ταξίδι» στο Μανώλη Ρασούλη.

Ads

«Εμείς δεν προδώσαμε, δεν πουληθήκαμε, είμαστε εκείνοι πού μασταν και αυτό είναι το μανιφέστο μας» Μανώλης Ρασούλης

Της Κρυσταλίας Πατούλη
Τεσσάρων χρονών, πριν από 40 τόσα χρόνια, Μάρτιο μήνα, έχασα τον πατέρα μου, οπότε, είμαι ευγνώμων για όλους αυτούς τους «πατεράδες» που ερήμην τους τους… υιοθέτησα παίρνοντας απλόχερα την πνευματική και ψυχική κληρονομιά που μου χάρισαν. Πάμπλουτοι άλλωστε άνθρωποι, πάμπλουτοι! Σε ψυχή, μυαλό, ζωή, ταλέντο! Μοίρασαν απλόχερα και με γενναιότητα μαζί (που μη ξεχνάμε, οι περισσότεροι την πλήρωσαν!) όλα τα «υπάρχοντά» τους, δώρο ζωής σε όλους μας! Ένας από αυτούς τους λίγους μοναδικούς, αναντικατάστατους, ήταν και ο Ρασούλης.

Καθόμουν χτες το βράδυ, και άκουγα πάλι τα τραγούδια του…. Πόσα έχει πει με τους στίχους του, με την ίδια την αιρετική, ανατρεπτική, ασυμβίβαστη στάση ζωής του, το χαμόγελο του, το χιούμορ του, τα βιβλία του. Πάντα κάτι θα μας ξεφεύγει και συνεχώς κάτι θα έχουμε να ανακαλύπτουμε μέχρι… τέλους, και μετά από εμάς οι επόμενοι και οι επόμενοι… Ένα «ευχαριστώ», λοιπόν, μοιάζει τόσο λίγο. Για όλα αυτά και για «φι, χι, ψι λόγους» (όπως θα λεγε και ο ίδιος) προτιμώ να αφήσω να «μιλήσει» με τα δικά του λόγια, που μαγνητοφωνούσα πριν έναν περίπου χρόνο, καθισμένη απέναντί του σε ένα παγκάκι της παραλίας της Θεσσαλονίκης, αλλά και από την πρόσφατη συνέντευξή του για την έρευνα του tvxs.gr «Τι πρέπει να κάνουμε».

Ads

Ο Ρασούλης άλλωστε μπορούσε να μιλάει ώρες. Για τα πάντα. Για όλο τον πλανήτη, που άντεχε να κρατά κάθε λεπτό μέσα του. Προτελευταία φορά, δώσαμε ραντεβού στον Ιανό τη βραδιά που τραγούδησε α καπέλλα ένα περήφανο κρητικό τραγούδι, για το «γύρο του θανάτου» (!) το πρόσφατο βιβλίο του Κοροβίνη. Με την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασιακή ερμηνεία του, φορώντας το χαρακτηριστικό καπέλο του, στάθηκε όρθιος μπροστά μας. Σαν να μας αποχαιρετούσε. 

Τελευταία φορά τον είδα την Πέμπτη στις 3/3/2011 στο Θησείο και μαζί με τη φίλη Αναστασία… πήγαμε μια βόλτα στο Γκάζι. Την επομένη θα έφευγε για τη Θεσσαλονίκη. Χαιρετηθήκαμε για πάντα μόνο που… δεν το ξέραμε. Καλή αντάμωση αγαπημένε Μανώλη. Καλό ταξίδι. Κι αν όπως είχες πει: «το Ρασούλης σημαίνει στα αραβικά «προφήτης και εγώ γούσταρα να γίνω προφήτης»

Ξανά για… φι, χι, ψι λόγους θα λεγα ότι το κατάφερες: «Το πιο παράξενο τραγούδι που ‘χω πει, το πιο γλυκό, το πιο βαρύ είναι η ίδια μου, η ίδια μου η ζωή. Κάθε στίχος του και πίκρα, κάθε αγάπη και στροφή, θέλω να το πω στο τέλος, μα μου τρέμει η φωνή. Ελάτε όλοι σας απόψε που ‘χω πιει κι όλοι μαζί, τέμπο βαρύ, μέχρι τον Άδη, τον Άδη ν’ ακουστεί»

«Στη Θεσσαλονίκη ζουν χιλιάδες Κρητικοί. Από την αρχαιότητα είχαμε εξαιρετικές σχέσεις με τους Μακεδόνες. Μην ξεχνάμε τον Νέαρχο, τον ναύαρχο του Αλέξανδρου. Υπάρχει μια αλληλοσυμπάθεια.

Σε δύσκολες στιγμές της Μακεδονίας, η Κρήτη πάντα ήτανε παρούσα και υπάρχουν πολλά αγάλματα Κρητών μακεδονομάχων στη Θεσσαλονίκη. Εγώ για άλλους λόγους ανέβηκα στη Σαλονίκη, όμως έπειτα από 20 χρόνια εδώ, αναδύθηκε η ευθύνη του Κρητικού ως προς τα ζωτικά και εθνικά ζητήματα. Τοιουτοτρόπως, τρία άτομα μιλούν σθεναρά υπέρ της Θεσσαλονίκης-Μακεδονίας: ο Παναγιώτης Ψωμιάδης (Πόντιος), ο μητροπολίτης Άνθιμος (από τον Πύργο της Ηλείας) κι εγώ (Κρητικός).

Ο κάθε ένας από τη σκοπιά του και το όραμά του. Η καταγωγή μου με βοήθησε να προσεγγίσω καλύτερα το θέμα των πολιτών της Σαλονίκης εβραϊκής καταγωγής και της ιλιγγιώδους περίπτωσης του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Παγιώθηκε μέσα μου το πατριωτικό χρέος της αποκέντρωσης από την Αθήνα. Να ’χουμε δύο τουλάχιστον πόλεις στην Ελλάδα. Είναι πια σαν αποστολή. Την αγαπώ την πόλη και, νομίζω, μ’ αγαπά.

Αν και όλα συμβαίνουν στην Αθήνα, το πολιτιστικό κέντρο βάρους της χώρας βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, γιατί α) ζω εγώ εκεί, β) αντικειμενικά περιέχει το δικαίωμα να είναι πολιτιστικό κέντρο των Βαλκανίων επειδή είναι και η πιο αρχαία πόλις που διατηρήθηκε ανά τους αιώνες. Και επαγγελματικές και προσωπικές ιστορίες με συνδέουν με τη Θεσσαλονίκη. Εκτός από την ηχογράφηση της Εκδίκησης της γυφτιάς, η Αθήνα για φι, χι, ψι λόγους με εξέβρασε επί ξύλου κρεμάμενο στη Σαλονίκη.

Σιγά σιγά, μου παρέσχε δουλειά και κάπως στανιάρισα από την ένδεια της Αθήνας. Επίσης, το 70% των σχέσεών μου με το άλλο φύλλο, κατά μυστήριο τρόπο, ήταν και είναι Σαλονικιές. Έρως και πάθος για επικοινωνία. Μ’ όλα τα σκαμπανεβάσματα, τις αγωνίες, τις συγκινήσεις… Όμως αυτό που με συγκλονίζει είναι η περίπτωση του βαφτισιμιού μου, του Πασχάλη.

Mε τη φίλη μου Κ.Φ. είμαστε ανάδοχοι γονείς ενός παιδιού με ειδικές ανάγκες, που είναι ένα πλάσμα ολομόναχο που το αγαπήσαμε και το αγαπάμε όσο τίποτα. Νομίζω ότι ο Πασχάλης είναι η κύρια αιτία που παραμένω στη Σαλονίκη, στην πόλη που δεν μου παρέχει όλα εκείνα που χρειάζομαι για το όραμά μου – παρ’ όλη την αγάπη. Δεν έπαιξε κυρίαρχο ρόλο η Θεσσαλονίκη στο έργο μου. Όμως μου παρείχε τη συνθήκη να δουλέψω – εργασιακά και ιδεολογικά. Ένας κόσμος άπειρος και μοιραίος παρουσιάστηκε όταν το ζήτημα των Εβραίων που χάθηκαν στην κατοχή και το ζήτημα του Αλεξάνδρου ήρθαν σαν μαγική καραμπόλα στη ζωή μου.

Ως εκ τούτων, πάω 8 χρόνια τώρα στο Ισραήλ, έβγαλα ένα εξαιρετικό CD με τον συνεργάτη μου Γεχούδα Πόλικερ, πολύ αγαπητό καλλιτέχνη, με τους γονείς του να κατάγονται από τη Σαλονίκη, και έχω εντρυφήσει στη λύση του μεσανατολικού ζητήματος, αλλά και στο θέμα των Σκοπίων και των Βαλκανίων. Πολλά τραγούδια μου και βιβλία μου τα έχω γράψει εδώ.

Όμως δεν παριστάνω τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα, παρ’ ότι και οι ενθάδε καλλιτέχνες με εκτιμούν και ο σαλονικιός εκδοτικός οίκος ΙΑΝΟΣ ήδη έχει εκδώσει 4 βιβλία μου. Όμως υπάρχει μια δυσκολία και μια μαύρη τρύπα στην πόλη. Αυτό προσεγγίζω διαρκώς και ξεψαχνίζω, και αυτό νομίζω είναι δημιουργικό. Όμως η πόλη διαθέτει τόνους στατικότητας, παρ’ όλη την υπερκινητικότητα της Θύρας 4 του ΠΑΟΚ. Επιθυμώ να αφιερώσω όλο το έργο μου στη Θεσσαλονίκη. Και αν κάποιος θα ’θελε να μελετήσει το μικρό μου έργο, να ’ρχεται στη Θεσσαλονίκη να ερευνά.

Ο πολιτιστικός χαρακτήρας της πόλης είναι σύνθετος κι έτσι αντανακλάται και στην ποικίλη δουλειά μου. Έτσι κι αλλιώς, έχω γράψει κάποια τραγούδια για κοπέλες Σαλονικιές που έτυχε να έχω σχέση για κάποιον καιρό. «Η Ζολί – που άφησε τον γάμο και πήγε για στουρνάρια». Είναι ένα πικρόχολο τραγούδι για μια ωραία κοπέλα που ήθελα, μέσα από το πάθος μου, να την κάνω σύμβολο ομορφιάς, τότε που η Σαλονίκη ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης.

Ποτέ δεν κατάλαβε τι ήθελα να πω. Έχουν εδώ έντονη την αγωνία για επιβίωση. Τα οράματα τύπου δικού μου τα θεωρούν τρελαμάρες. Παρ’ όλη την πόζα, είναι συντηρητικός κόσμος. Αυτή η ατμόσφαιρα συχνά με πνίγει. Όμως την αγαπώ και της έχω αφιερωθεί. Ψυχή τε και σώματι. Δεν φτάνει;

Όπως είπα και παραπάνω, αναπόφευκτα έχω γράψει πολλά έχοντας στο μυαλό μου τη Θεσσαλονίκη είτε ως φόντο είτε ως θέμα: το βιβλίο μου Κνώσοντας την αλήθεια – Το κρητικό μανιφέστο, το’γραψα εδώ. Δεκάδες άρθρα σε περιοδικά και στην εφημερίδα «Αγγελιοφόρος». Συνεντεύξεις, εκπομπές στα ραδιόφωνά της.

Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, έχω την αίσθηση ότι θα μπορούσε να ήταν καλύτερα τα πράγματα. Οι σύχρονοι θρύλοι της Θεσσαλονίκης κατ’ αρχάς, είναι ο Κούδας. Αυτός έχει περάσει πια στη σφαίρα της μυθολογίας. Όχι μόνο για τον λαό του ΠΑΟΚ. Για όλους. Βεβαίως και ο Νίκος Γκάλης. Θεσπέσιος! Κατά κάποιον τρόπο -για μένα- είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, οριακό σημείο στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Εν μέρει, ο ποιητής Χριστιανόπουλος.

Η πόλη έχει τη δημιουργική ιδιομορφία της, αλλά η Αθήνα προσπαθεί να την ελέγξει και να την καταστρατηγήσει. Βγάζει αρκετό ανθρώπινο υλικό που το απορροφά η Αθήνα, η οποία δεν είναι στη δημιουργικότερή της περίοδο.

Τι με συνδέει με τη Θεσσαλονίκη; ο έρως, η δουλειά, ο Πασχάλης και το μυστήριο που κρύβει και σου ανοίγει πύλες του ανεξήγητου μέρα με τη μέρα. Είναι συνδεδεμένη και με το όραμά μου για ένα κοινό βαλκανικό πλέγμα, με βαλκανικό κοινοβούλιο, εγκατεστημένο για πάντα στη Θεσσαλονίκη. Βεβαίως, η Θεσσαλονίκη έχει και ένα ακατανίκητο μπον βιβέρ: απόκτησα μια μπάκα – ανεπίτρεπτο, κι όμως αληθινό! Η οποία όμως φεύγει σιγά σιγά, διότι επανέρχεται ο μεταβολισμός μου που σακατεύτηκε από τότε που δούλευα σεζόν ολόκληρες στο κλαμπ Πλατώ, στη Χαριλάου, και που για να αντεπεξέλθω έπινα δυο ουίσκια στο φόρτε του προγράμματος. Και αρκετό «Γεροβασιλείου», που μ’ αρέσει ιδιαίτερα.

Τώρα περπατώ πολύ στην παραλία, 2-3 ώρες την ημέρα, και κάνω αρκετή καύση. Έχουν αρετές οι Θεσσαλονικείς. Είναι πράοι, δεν έχουν την εφιαλτική ένταση που έχουν στην Αθήνα. Είναι γενικά καλοί άνθρωποι, ιδίως με μας τους Κρητικούς. Αποπνέουν μια ανθρωπίλα. Που δεν είναι βέβαια η καλύτερη πρώτη ύλη. Υπάρχουν προβλήματα, και δουλεύω πάνω σ’ αυτά. Θα ’θελα μια περισσότερη επίγνωση, μια τσίτα ιδεολογική, για να ανέβη η πόλη σύσσωμη. Έτσι, ώστε μια γκρίνια υπόγεια ενάντια στην Αθήνα να πάρει εμφανείς πολιτικές μορφές.

Η άπλα χρόνου και χώρου δημιουργούν ήθη στους Θεσσαλονικείς που χάνονται σε άλλες πόλεις. Φοβούμαι ότι και στη Σαλονίκη αρχίζει να αλλοιώνεται αυτό το φαινόμενο. Βρισκόμαστε, π.χ., σε ορθάδικα που ψήνουν κοψίδια, κι εκεί ανταλλάσσουμε απόψεις και δείχνουμε τη συμπάθειά μας σ’ αυτά τα έθιμα. Εβίβα! Δεν νομίζω ότι επηρέασα τελειωτικά την πόλη. Στην επιφάνεια, μπορεί. Προσπάθησα και προσπαθώ.

Όταν η Θεσσαλονίκη θα γίνει επίσημα πρωτεύουσα πολιτισμική των Βαλκανίων, με μια νέα φιλοσοφία, ελπιδοφόρα και παραγωγική, τότε θα μπορώ να πω ότι την επηρέασα. Ορισμένες, πάλι, η φοβερή αγκύλωση και η στατικότητά της με ξαφνιάζουν. Όμως ανασταίνομαι κάθε φορά. Κι αυτό πάει σκοινί-κορδόνι. Όταν ήρθα στη Σαλονίκη, το ’89, ήμουν σχεδόν άγνωστος και εντελώς απένταρος. Μ’ αγάπησαν, και τώρα έχω κι εγώ ένα σπίτι -όχι ιδιόκτητο- και ένα παλτό Αρμάνι. Με χαιρετούν στον δρόμο: «Γεια σου, Μανώλη! Γεια σου, Δάσκαλε! Άρχοντα, μεγάλε…» κ.λπ. Κάτι έχει αλλάξει.

Τι άλλο να πω στους ανθρώπους; Έχω πει τόσα πολλά. Αν και -παρ’ όλα αυτά- νιώθω ότι σπέρνω στον βράχο. Είναι δεμένοι με τον πολύ ανθρώπινο τρόπο ζωής. Δεν είναι να τους πω. Να είμαι παράδειγμα για το τι εννοώ. Νοιώθειν. Αυτό είναι πιο εσωτερικό, πιο ψυχικό, πιο εικονοκλαστικό. Ζούμε στην εποχή της εικόνας. Με βλέπουν κάθε μέρα στους δρόμους. Καλημεριζόμαστε. Φτάνει. Νιώθουν ότι είμαι δικός τους, ένας απ’ αυτούς. Όταν ήμουν μικρός είχα πρότυπο κατ’ αρχάς, τον πατέρα μου. Δύο άλλοι ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Μίκης Θεοδωράκης.

Βαυκαλίζομαι ότι συνθέτω και τους τρεις. Αργότερα γνώρισα την περίπτωση του Τρότσκι. Σχεδόν τον ερωτεύτηκα! Έκανα ό,τι μπορούσα για την παγκόσμια επανάσταση, και ακόμα είμαι ενεργών στη «διαρκή επανάσταση», θεωρία του Τρότσκι. Μετά κατάλαβα ότι ο κύκλος έκλεισε κι εκεί ως διά μαγείας γνώρισα τον Osho! Και τον σύστησα στους Έλληνες.

Ο πατέρας μου ήταν σκληρός ΚΚΕ, πήγε στην Αλβανία, μετά εξορία, στις φυλακές των Ιταλών και όταν δίναν τις συντάξεις για την Εθνική Αντίσταση, του λέω «δεν θα πας να πάρεις τη σύνταξη»; Μου λέει «εγώ πολέμησα για την πατρίδα μου, δεν πολέμησα για τη σύνταξη». Περάσαμε κι εμείς από τη Αριστεράντζα κάργα.

Πώς σκέφτηκα να θέσω το «Κούδας» στον στίχο μου συνδυάζοντάς το με το «Βούδας»; Η ουσία του βουδισμού είναι να παίρνεις τη ζωή σαν παιχνίδι. Ο Βούδας από τη μια πλευρά το δίδασκε αυτό και ο Κούδας από την άλλη δίδασκε το ίδιο, αλλά στο ανθρώπινο επίπεδο: Πως το παιχνίδι είναι η ξανακατακτημένη παιδικότητα που ονομάζουμε «βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο!». Γιατί ο Γιώργος ήταν «βραζιλιάνος» ποδοσφαιριστής, ήταν magic! Έτσι μου «έκατσε» πολύ στιχουργικά, το Βούδας – Κούδας. Και εγώ πλέον λέω «και Βούδας και Κούδας» δηλαδή έχουμε και το ανθρώπινο και το θεϊκό. Μακάρι να αντιλαμβανόμασταν τη ζωή μας σαν ένα παιχνίδι που έχει μαγεία, μας οδηγεί κάπου, στη γνώση, στην απελευθέρωση, στη λύτρωση. Να ζούμε όπως ο Κούδας έπαιζε μπάλα. Αέρινος, δυνατός, μάτζικ. Παιχνίδι με νόημα, ζωή με νόημα.

Ελπίζω να βάλω κι εγώ –πολιτιστικά μιλώντας- γκολ στα δίχτυα της άγνοιας. Τι θάλεγα σε ένα παιδί που θέλει να ασχοληθεί με τη μουσική; Μου βάζεις δύσκολη ερώτηση. Είναι πολύ σκληρός ο τομέας αυτός. Νομίζουνε ότι θα λανσαριστούνε από την πρώτη στιγμή να γίνουνε διάσημοι και πλούσιοι. Πρέπει να εργαστείς, πρέπει όχι να φτύσεις αίμα, αλλά να είσαι υπεύθυνος γι αυτό που κάνεις.

Ύστερα μπορεί το ποδόσφαιρο είναι μια παγκόσμια γλώσσα έκφρασης, αλλά όταν τραγουδάς ελληνικά τραγούδια είσαι δραματικά ταυτισμένος με το ελληνικό έθνος, με την ελληνική γλώσσα, μ’ αυτά που συμβαίνουν.

Το τραγούδι δεν βγαίνει μέσα από την τηλεόραση, βγαίνει εδώ που τρώμε, μιλάμε, συγχνωτιζόμαστε. Μέσα από τη συντροφικότητα. Τα προκάτ, σαν αυτά που ο Νίκος Μουρατίδης και κάτι άλλοι φτιάχνουν, είναι η καταστροφή του ελληνικού τραγουδιού και κρούω τον κώδωνα του κινδύνου στους νέους. Προσπαθούνε να μπλέξουνε τα τρόλεϊ με τα βόλεϊ δηλαδή, τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη με τον Πλούταρχο και τη Βανδή, τον Μητροπάνο με την Πέγκυ Ζήνα, τη Μαριώ με τη Βίσση: Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει…

Εγώ δεν το δέχομαι αυτό. Ποιος είναι ποιος και τι είναι τι; Άμα δεν έχεις ξεκάθαρο το παρμπρίζ, θα κουτουλήσεις στον τοίχο! Στη ζωή μου με σημάδεψαν η ινδική ταινία Μαγκάλα, το Ρόδο των Ινδιών, και το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Αργότερα και άλλα πολλά. Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι ότι δεν θα προλάβουμε τα καλπάζοντα γεγονότα του πλανήτη.

Εκτροχιαστήκαμε. Φαινόταν, παλαιόθεν. Κι όμως, πάμε προς τον καταρράκτη. Ο Θεός βοηθός. Συν Αθηνά και χείρα κίνει. Και μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Ελπίζω να πούμε «τέλος καλό, όλα καλά». Και βέβαια, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

Αγαπημένα μου αποφθέγματα είναι τα «Ουκ εν τω πολλώ το ΕΥ» και «Ουδέν κακόν αμιγές καλού». Το επόμενο βήμα στη ζωή μου; Να σώσω τον κόσμο – αν σώζεται. Και την ψυχή μου. «Όλοι οι άνθρωποι στο βάθος θέλουνε να αγαπάν και να τους αγαπάνε. Επομένως όταν το κάνεις πράξη, αυτό είναι το γκολ!» Μανώλης Ρασούλης

Εδώ είναι του Ρασούλη

Λένε πως ο δίσκος «Η εκδίκηση της Γυφτιάς» άλλαξε τον ρου του ελληνικού τραγουδιού και το ανανέωσε. Αυτά ειπώθηκαν σχεδόν «κατόπιν εορτής». Εγώ απλώς τόχα από μικρός να κάνω τον κόσμο να χορέψει, να τραγουδήσει, απλά, λαϊκά και να υποστείλει μιλιτέρ φόρμουλες. Αυτή ήταν η επιθυμία μου, η προσδοκία μου. Μαγεμένος από τις ινδικές ταινίες και από τα ινδικά τραγούδια, όπως ακριβώς ο Καζαντζίδης, ο οποίος τα ανάπλασε αλά ελληνικά και «σφυριλατήθηκε» απ’ αυτά τραγουδώντας σ’ αυτό το στιλ τη «Μαντουμπάλα», τη «Ζηγκουάλα» κι ένα σωρό άλλα τέτοια παρόμοια, τόχα μέσα μου αυτό το αναβράζον υλικό και αν δεν το ‘βγαζα κάποια μέρα θα ‘σκαγε μέσα μου κι αλίμονο σε μένανε. Τόχα, τόχα, τόχα, ώσπου μια μέρα για μια ταινία του Βούλγαρη ο Σαββόπουλος γράφει ένα τραγούδι, τη «Θητεία», που το τραγούδησε ο Μιχάλης Μενιδιάτης. Αυτό ήταν. Άνοιξε η μπουκαπόρτα. Προηγουμένως όμως εγώ δούλευα με τον Σαββόπουλο επί δύο χρόνια στις παραστάσεις του «Αχαρνείς», εκεί κι ο Νίκος Παπάζογλου, εκεί κι ο Ηλίας Λιούγκος που με σύστησε σ έναν γείτονά του ονόματι Νίκο Ξυδάκη. Πώς έγινε και γίναμε σύντομα συγκάτοικοι, μιας κι εγώ δεν είχα κείνη την εποχή που την κεφαλή κλίναι. Για μήνες μπουρ μπουρ και μια μέρα τον πρεσάρισα να γράψουμε καμία νότα. Και πράγματι αρχίσαμε και βγαίνανε κάτι ήσυχες μπαλάντες. Ώσπου κάποτε του είπα: «Πάρε τις πέντε πρώτες νότες απ΄ τη «Θητεία» και πάμε να τις ταξιδέψουμε. Και ω του θαύματος, κωλοβάρα κωλοβάρα, βγήκε η μελωδία του άσματος «Τρελή κι αδέσποτη». Είχαμε πάρει φόρα. Έβγαινε το ένα μετά το άλλο. Μια μέρα ήρθε κι ο Παπάζογλου, μαθαίνοντας την παραγωγή μας, και λέει: «Τι κάνετε εδώ ρε μαλάκες;». «Γράφουμε κάτι τραγούδια» του λέω. «Ε, δος μου και μένα κανένα» μου λέει. Δεν ήξερα καν αν γράφει καλά, όμως επειδή μου περισσεύανε του έδωσα ένα, το «Κυρ διευθυντά των δίσκων» το οποίο ξέχασα μετά. Όμως μια μέρα μού ‘στειλε μια κασέτα όπου υπήρχε το άσμα μελοποιημένο. Ήσαν έκπληξη. Μ’ άρεζε. Όταν τελειώσαμε τον περισσότερο όγκο της δουλειάς της «Γυφτιάς», τα πήγα στο Σαββόπουλο στο σπίτι του. Αμέσως ανέλαβε να είναι παραγωγός, ετστετερά ετσετερά. Υπάρχουν πολλά συμβάντα μέχρι την ηχογράφηση του δίσκου. Και κατά τη διάρκεια της ηχογραφήσεως στο στούντιο «Αγροτικόν», στην Παπάφη, στη Σαλονίκη, που τα χαρακτηρίζει ο ενθουσιασμός, η ένδεια, η αγωνία, ο θαυμασμός, η απογοήτευση. Ωσπου έγινε η δουλειά, αν και δεν την ακούσαμε ηχογραφημένη, γιατί ο Σαββόπουλος, ως μπος, μας έδιωξε εμένα και τον Ξυδάκη, γιατί του μπαίναμε στα ρουθούνια και ας πούμε ότι καλά έκανε και θύμωσε, γιατί το υλικό το ευεργέτησε. Επέβαλε τον Παπάζογλου ως κύριο τραγουδιστή, απεμπολώντας τον δεύτερο τη τάξη Δημήτρη Κοντογιάννη και μέχρι εδώ ας πούμε καλά. Μετά στο εξώφυλλο έκανε ένα αερόμπικ άλμα, βάζοντας τον φίλο τον Κιριτσόπουλο να κάνει ένα εξώφυλλο υπέροχο αλλά άξιο προς ψυχογράφημα. Επέβαλε με συμφωνία με την Lyra έναν υπερβολικό Παπαζογλισμό. Κι εντάξει η φωτογραφία του Νίκου με το αγγελάκι. Ήταν ομορφιά. Στο οπισθόφυλλο έγινε το όργιο. Υπάρχει μια μεγάλη φωτογραφία στο κέντρο, που δείχνει τον Σαββό και τον Παπάζογλου –που στη δουλειά μπήκε από αράουτ- σαν να συσκέπτονται (sic!) κι εμάς τους δημιουργούς κάτι λιλιπούτιες φωτο στην πάνω μεριά, που ανάγκασαν έναν δημοσιογράφο στην πρες κόνφερανς να ζητά από τον διευθυντή της Lyra κ. Πατσιφά το μεγεθυντικό φακό για να μας μεγεθύνει και να μας βλέπει. Δεν μας άρεσε η τόση ανισότητα και αδικία. Επιπλέον ο Ξυδάκης θύμωσε που ‘βαλαν χωρίς την θέλησή μας ένα ακόμη άσμα του Παπάζογλου – Σιμώτα (φίλου του Σαββόπουλου), το «Μπαγλαμαδάκι», το οποίο ομολογουμένως έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο όλο πείραμα. Εμείς, Ξυδάκης κι εγώ- ενώ ο Σαββόπουλος είπε περήφανος ότι πάμε για τον επόμενο δίσκο – αποφασίσαμε «ανταρσία» και ξεκινήσαμε μόνοι μας ανεξάρτητη παραγωγή και κάναμε «Τα δήθεν», ώστε βάλαμε σεμνά και ταπεινά τις φωτογραφίες μας, εμάς των δημιουργών. Η Lyra αργότερα το τράβηξε εκτός αγοράς. Τώρα ξανακυκλοφορεί από τη Legent. Όμως, έτσι ή αλλιώς, εγώ προσωπικά πέτυχα αυτό που ήθελα. Άρχισαν πρώτα οι φοιτητές, μετά επεκτάθηκε σ’ όλα τα στρώματα. Χόρεψαν, χόρεψαν, τραγούδησαν, χαλάρωσαν, ότι έκανε ο Χατζιδάκης μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο, έγινε μ’ εμάς μετά τη Χούντα. Ήταν και το κοινωνικό κλίμα που άλλαξε. Ανέρχονταν νέες πολιτικές δυνάμεις στο προσκήνιο. Λένε ότι ακόμη πουλάει. Ακόμη το χαίρεται ο κοσμάκης. Κι εγώ χαίρομαι όταν χαίρεται ο κόσμος. Όλα τα άλλα είναι ιστορία, θεωρίες και μάρκετινγκ. Εγώ συνεχίζω στο ίδιο πνεύμα και ο νοών νοήτω. Μανώλης Ρασούλης, *(από την «άκοπη» συνέντευξη αλλά και άρθρο του στην Κρυσταλία Πατούλη και το περιοδικό Thessaloniki Confidential, Εκδ. Λυμπέρη 2010)

Θέμα: «Τι πρέπει να κάνουμε», tvxs.gr

Χαρακτηρίζουν την κρίση σαν ένα μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο ξεμοντάρει όλο το σύστημα, αντιφάσκει ως προς τον εαυτό του, ανατινάζεται (βλέπε παγκόσμιους πολέμους) και μετά την «κάθαρση» με το φως των λύκων στη «νορμαλιτέ». Η παρούσα κρίση έχει την εξής πρωτοτυπία: είναι η μάνα όλων των κρίσεων δηλαδή συντέλεια δηλαδή Δευτέρα Παρουσία δηλαδή πάπαλα. Το ανθρώπινο γένος τέλειωσε πάνω στον πλανήτη γη. Τώρα ή θα διασπαρθεί στο διάστημα ή θα κάνει έναν πυρηνικό πόλεμο και τέρμα τα δίφραγκα. Ο Φιντέλ Κάστρο μετά από 4 χρόνια ασθενής αφού ανάρρωσε δήλωσε: «θα γίνει πυρηνικός πόλεμος στη μέση ανατολή». Συμφωνώ και επαυξάνω δε θα είναι ένας τοπικός πόλεμος. Εγώ προσπαθώ παντοιοις τρόποις στη Μέση Ανατολή εδώ και 10 χρόνια να τους αλλάξω το φαντασιακό. Έχω μια κοσμοθεωρία, τη βάζω σε πράξη, σπρώχνω κτίριο. Διότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Κλείνω με το πιστεύω μου ότι πριν φτωχύνουμε οικονομικά καταρρεύσαμε πολιτισμικά (εξου και μας κοιτούν από παντού τα μάτια της Τζούλιας σαν τα μάτια της… συνειδήσεώς μας). Και βέβαια η κρίση είναι συστημική, πλανητική, τελειωτική. Μανώλης Ρασούλης https://www.tvxs.gr/news/%CE%AD%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%88%CE%B1%CE%BD-%CE%B…

Βιογραφικά στοιχεία:

O Μανώλης Ρασούλης, γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το ΄45 και σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου. Έγραφε ποιήματα, σενάρια και τραγουδούσε στη συνέχεια σε μπουάτ της Πλάκας ενώ εργαζόταν στην εφημερίδα της αριστεράς «Δημοκρατική Αλλαγή» και έπαιρνε μέρος στους αγώνες του 114 όπως και στον Μάη του 68 ενώ ήταν συνεκδότης της εφημερίδας «Σοσιαλιστική Αλλαγή». Πάντα πολιτικά «επαναστατημένος» εξέδιδε το περιοδικό «Αυγό», έγραφε τραγούδια που τραγουδούσε όλη η Ελλάδα, όπως και νουβέλες και διηγήματα. Πατέρας μιας κόρης και επί αρκετά χρόνια ανάδοχος πατέρας του γλυκύτατου Πασχάλη. Για περισσότερα επισκεφτείτε το επίσημο site του: https://www.rasoulis.gr/

Και κάποιοι από τους χιλιάδες στίχους του:

Το μανιφέστο Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης Μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Σμοκοβίτης Άσε τα μου μου ε να λένε τις ειδήσεις εμείς δεν θ’ αλλάξουμε μυαλά και συνειδήσεις. (Κι’ αν δεις το λάθος πέστο μας, ιδού το μανιφέστο μας.) (δις) ΡΕΦΡΑΙΝ Είμαστ’ εκείνοι που είμαστε και ’μείς και τα παιδιά μας ευγένεια στους τρόπους μας απάγκιο στην καρδιά μας.(δις) Άλλοι χαθήκαν στους ρυθμούς που τρέχουν οι καιροί μας άλλοι στους δόλιους αριθμούς μα εμάς να το σκαρί μας. (Κι’ αν δεις το λάθος πέστο μας, ιδού το μανιφέστο μας.) (δις) ΡΕΦΡΑΙΝ Είμαστ’ εκείνοι που είμαστε και ’μείς και τα παιδιά μας ευγένεια στους τρόπους μας απάγκιο στην καρδιά μας.(δις) Εμείς δεν ξανοιχτήκαμε στο χρήμα και στα πλούτη, (μας έφτανε ένα τρίχορδο, δυο ούζα κι’ ένα ούτι.) (δις) Κακοί ντυθήκανε καλοί Κακοί ντυθήκανε καλοί και πιάσαν εξουσίες κι υπερωρία πέσανε στις αγιοαμαρτίες Λύκοι ντυθήκανε αρνιά κάνουν πως μπεμπενίζουν κι όσοι τους είδαν για ψητά στον Αδη αρμενίζουν Στ’ άρματα, στ’ άρματα, τρέχτε και κάνουν κατοχή τα μέσα και τα έξω μου καθάρματα. Στ’ άρματα, στ’ άρματα, τίποτα, τίποτα πια δεν μας σώνει τίποτα, ούτε κι οι Μασόνοι. Εγώ ό,τι είχα πια να πω το είπα και γαμώ του όζοντος την τρύπα. Κακοί ντυθήκανε καλοί και κάνουν τη δουλιά τους στον Ηλιο δείχνουν οι αμνοί τώρα τα κόκκαλά τους Κακοί ντυθήκανε καλοί και πιάσαν εξουσία αυτοί που ξεγελάστηκαν φταίγανε κατ΄ουσία. Στ’ άρματα, στ’ άρματα, τρέχτε και κάνουν κατοχή τα μέσα και τα έξω μου καθάρματα. Στ’ άρματα, στ’ άρματα, τίποτα, τίποτα πια δεν μας σώνει τίποτα, ούτε κι οι Μασόνοι. Εγώ ό,τι είχα πια να πω το είπα και γαμώ του όζοντος την τρύπα. Πέτρος Βαγιόπουλος / Μανώλης Ρασούλης Μανώλης Ρασούλης / Αφοι Κατσιμίχα Αχ Ελλάδα Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης Μουσική: Βάσω Αλαγιάννη Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Παπάζογλου Άλλες ερμηνείες: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά και στο Σικάγο μέσα ζει στη λευτεριά εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά σάμπως φταις κι εσύ καημένη και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ γιατί μ’ έμαθες και ξέρω ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ να πεθαίνω όπου πατώ και να μην σε υποφέρω Αχ Ελλάδα θα στο πω πριν λαλήσεις πετεινό δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι μ’ εκβιάζεις μου κολλάς σαν το νόθο με πετάς μα κι απάνω μου κρεμιέσαι Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά Οδυσσέα γύρνα κοντά μου που τ’ άγια χώματα της πόνος και χαρά Κάθε ένας είναι ένας που σύνορο πονά κι εγώ είμαι ένας κανένας που σας σεργιανά Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ γιατί μ’ έμαθες και ξέρω ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ να πεθαίνω όπου πατώ και να μην σε υποφέρω Αχ Ελλάδα θα στο πω πριν λαλήσεις πετεινό δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι μ’ εκβιάζεις μου κολλάς σαν το νόθο με πετάς μα κι απάνω μου κρεμιέσαι Τίποτα δεν πάει χαμένο Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης Μουσική: Μάνος Λοΐζος Πρώτη εκτέλεση: Χαρούλα Αλεξίου Σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και διωγμοί, τώρα στη μαύρη αρρώστια ανάξια πλερωμή. Το δίκιο του αγώνα πολλά σου στέρησε, μα η ζωή λεχώνα ελπίδες γέννησε. Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή, τ’ όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου “γιατί”. Ποτέ δε λες η μοίρα πως σε αδίκησε, μα μόνο η Ιστορία αλλιώς σου μίλησε. Σκυφτός στα καφενεία, στους δρόμους σκεφτικός, μα χθες μες στην πορεία περνούσες γελαστός. Νιώσε με Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης Μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Ρασούλης Πολλές φορές βαθιά αναρωτήθηκα τριγύρω οι άνθρωποι αν μ’ αγαπούνε για ό,τι φαίνομαι ή αν αληθινά για ό,τι είμαι εγώ, κοντά μου ζούνε. Κι όμως να που δεν ξέρω ποιος εγώ, κι υποφέρω νιώσε με, σώσε με κι ό,τι θες σ’ το προσφέρω. Είναι στιγμές σιωπής που αναλογίστηκα τους όρκους που ’δωσα, γλυκιά μου, εσένα και με τα λόγια μου για μένα πείστηκα τώρα δεν έχω πια φόβο κανένα. Κι όμως να που δεν ξέρω… Πολλοί ορκίστηκαν πως μ’ αγαπήσανε γιατί κατάλαβαν ποιος είμαι τάχα και σαν τους πίστεψα μ’ εγκαταλείψανε, ανάγκη μ’ είχανε, αυτό μονάχα. Τρελλή κι αδέσποτη Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης Μουσική: Νίκος Ξυδάκης Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Παπάζογλου Άλλες ερμηνείες: Δημήτρης Μητροπάνος Νοιώθω ποια είσαι όταν λες το σ’ αγαπώ σαν μια βασίλισσα τσιγγάνα που περνάει και μπαίνει στις καρδιές σαν να ‘τανε μετρό που φωτισμένο βάζει μπρος και ξεκινάει Τρελή κι αδέσποτη παρόλη την αγάπη έτσι σε θέλω κι έτσι είσαι αληθινά έλα σαν όνειρο στο άδειο μου κρεβάτι έλα εδώ κάτω στη θλιμμένη μου καρδιά Κι είσαι εκείνη που αν μαζί της κοιμηθώ θα ‘χω ξεχάσει ποιος να είμαι και πού πάω κι αν αφορμή ‘σαι συ ν’ αλλάξω εαυτό το παρελθόν μου μπρος τα πόδια σου πετάω Τρελή κι αδέσποτη παρόλη την αγάπη έτσι σε θέλω κι έτσι είσαι αληθινά έλα σαν όνειρο στο άδειο μου κρεβάτι έλα εδώ κάτω στη θλιμμένη μου καρδιά Τώρα που κλεισες τα μάτια