Και ξάφνου, μέσα στο μπάχαλο μιας κοινωνίας σε κρίση, ο τζαμπατζής επιβάτης κι ο έμπορος που δεν δίνει απόδειξη απέκτησαν τη θεωρητική τους νομιμοποίηση: ασκούν, λέει, το δικαίωμα της ανυπακοής. Πράγματι, είναι κεκτημένο του πολιτικού μας πολιτισμού το δικαίωμα του πολίτη να ανθίσταται στην εξουσία – εάν αυτή καταλύει το Σύνταγμα, τις δημοκρατικές ελευθερίες, τα δικαιώματα.

Ads


Εκεί στηρίχθηκε η αντίσταση σε τυραννίες, το κίνημα του Γκάντι και του Μαντέλα.
Αυτό ενέπνευσε τους μαύρους ακτιβιστές στην Αλαμπάμα να καθίσουν στο λεωφορείο, αντί να στέκονται πίσω όρθιοι όπως ο ρατσιστικός νόμος απαιτούσε. «Ανυπακοή» επικαλούνται και οι τζαμπατζήδες των δημόσιων μέσων, παρακινούμενοι από ανεύθυνους συνδικαλιστές που κλείνουν το μετρό σαν να είναι μαγαζί τους. Ετσι φτάσαμε από το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων στο κίνημα του τζάμπα, από τη Ρόζα Παρκς στον Απόστολο Γκλέτσο. Είναι φαίνεται η μοίρα των μεγάλων ιδεών να ξαναζούν μια δεύτερη ζωή σαν φάρσα.

Πρώτον: ψυχραιμία. Δεν είμαστε χώρα υπό κατοχή: είμαστε ευρωπαϊκή οικονομία υπό σκληρή προσαρμογή, έπειτα από δεκαετίες άμετρων παροχών και ανάπτυξης. Δεύτερον, ούτε δικτατορία έχουμε, ούτε ιντιφάντα χρειάζεται, ούτε οι πολίτες στερούνται δικαιωμάτων. Το αντίθετο μάλλον συμβαίνει: έχουμε χάσει την αυτονόητη αντιστοίχιση δικαιωμάτων με υποχρεώσεις. Σε αυτή την ανομική κοινωνία λοιπόν, που αν κάτι τη χαρακτηρίζει είναι ακριβώς η διάχυτη κατάχρηση δικαιωμάτων και η αναιμική αίσθηση υποχρεώσεων, βρήκαν οι ρήτορες της «αντίστασης» να κηρύξουν την ανυπακοή προς το κράτος. Ποιο κράτος; Αυτό που, έχοντας πιάσει πάτο, πασχίζει να νοικοκυρέψει δαπάνες, να μαζέψει έσοδα, να κάνει λογαριασμό. Σ’ αυτό το παραπαίον κράτος, το ζαλισμένο από την οξύτητα των κρίσεων (δημοσιονομικό, μεταναστευτικό, ανομία), βρήκαν οι λαϊκοί σωτήρες μας να κηρύξουν την ανυπακοή.

Σαν τους ρήτορές της, η γλώσσα της καθ’ ημάς ανυπακοής όζει αναχρονισμού. Οσο κι αν αντιβαίνει σε δημοφιλείς μας μύθους, η Ελλάδα δεν είναι μια ατυχήσασα χώρα. Δεν είναι Χιλή, Σιέρα Λεόνε, Λίβανος, Παλαιστίνη, Γιουγκοσλαβία… Τα τελευταία 65 χρόνια κάναμε δύο κρίσιμες γεωπολιτικές «επενδύσεις» (τη Δύση στον Ψυχρό Πόλεμο, την Ευρώπη στη μεταπολίτευση) που «μας βγήκαν» · απέδωσαν με το παραπάνω. Σε αντίθεση με άλλες, η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα που οι πόροι της ληστεύθηκαν από τον διεθνή ιμπεριαλισμό και καπιταλισμό (τον διεθνή καπιταλισμό αντιθέτως, τα τελευταία 30 χρόνια, θα θέλαμε να είχαμε προσελκύσει). Αν έφτασε η Ελλάδα στη χρεοκοπία το οφείλει κυρίως σε αποτυχίες των πολιτικών της. Με την κρίσιμη ανοχή, συνενοχή και συμμετοχή πλειονότητας πολιτών στις πελατειακές διευθετήσεις, τα συντεχνιακά προνόμια, τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά. Λάβαμε ένα μεγάλο Σχέδιο Μάρσαλ και τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εισροές μετά το ’80, μέρος των οποίων φροντίσαμε να σπαταλήσουμε. Πήραμε επίσης πέρυσι το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία (110 δισ.), το οποίο σύντομα οι εταίροι μας θα φροντίσουν να αναδιαρθρωθεί υπέρ μας. Ζούμε τέλος, από το 1974, τη μακρότερη αδιάλειπτη δημοκρατία, ειρήνη και (μέχρι πρότινος) ευημερία στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Επομένως, και οι κομβικές εθνικές επιλογές μας δικαιώθηκαν, και η κουλτούρα της εθνικής «θυματοποίησης» δεν δικαιολογείται.

Ads

Γιατί λοιπόν αυτή η ανάδυση της «ανυπακοής», με μια χονδροειδή ρητορεία περί «ξένης κατοχής»; Η πρώτη εξήγηση παραπέμπει στα υπόγεια ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας. Με μια Αριστερά που προτιμούσε τον Τσε από τον Ζαν Ζωρές, τον Βελουχιώτη από τον Αλ. Παπαναστασίου. Με μια Δεξιά, που αντί να υπερασπιστεί τις (συντηρητικές στο κάτω κάτω) αξίες της φιλοπονίας, της αξιοκρατίας, της κοινωνικής ευταξίας, του κράτους δικαίου, της νοικοκυρεμένης διαχείρισης, λούφαξε και μεταμορφώθηκε σε λαϊκιστικό κακέκτυπο των ιδεολογικών της αντιπάλων. Σε μια κοινωνία που, ενοχοποιημένη για τη μεταχείριση των ηττημένων του Εμφυλίου, ανήγαγε την «ανυποχώρητη αντίσταση» σε ηγεμονική κουλτούρα και την καταγγελτική ανυπακοή σε υπέρτερη αξία.

Η δεύτερη εξήγηση παραπέμπει στη δυσλειτουργία των θεσμών,
άλλοθι ανομίας και ανυπακοής. Δημόσιοι λειτουργοί χρηματίζονται. Δικαστές αδυνατούν να τιμωρήσουν προκλητικούς επιχειρηματίες του υποκόσμου, που, καβάλα στα κτηνώδη τζιπ τους, εμπαίζουν την κοινωνία φυσώντας μας τον καπνό του τεράστιου πούρου τους. Βουλευτές ζητούν θυσίες από τους άλλους – ξεχνώντας τον εαυτό τους και τους υπεράριθμους υπαλλήλους τους. Η διερεύνηση των διεφθαρμένων πολιτικών που ζημίωσαν τη χώρα κινείται με ρυθμούς παγετώνος, η συντεχνιακή αλληλεγγύη βασιλεύει, οι εξεταστικές επιτροπές δυσφημούν τη Βουλή ως το μεγαλύτερο πλυντήριο της χώρας. Αδυνατώντας να υπερβεί τον μικρό εαυτό του, το πολιτικό μας προσωπικό παίζει με τη φωτιά. Ανοίγει χώρο στα άκρα, στο ετερόκλητο συνονθύλευμα που συνενώνει αμετανόητους κομμουνιστές, υστερικούς εθνικιστές και ποικιλώνυμους τυχοδιώκτες, που με παραληρηματικά μανιφέστα εξωραΐζουν την «ανυπακοή», κολακεύοντας την οργή του κόσμου.

Ολοι αυτοί, σε κακόφωνη αρμονία, εργάζονται για τη διάλυση του κράτους. Ενός κράτους που βέβαια δεν το έχει ανάγκη ούτε ο γκάνγκστερ με το πούρο (αυτός έχει τους φουσκωτούς του) ούτε ο μεγαλο-φοροφυγάς (αυτός έχει τις καταθέσεις έξω και τα ακίνητα σε οφσόρ). Το χρειάζεται όμως η γριούλα που τρέμει να βγει από το σπίτι, και ο μαγαζάτορας του νεκρωμένου κέντρου της Αθήνας που καταστρέφεται. Από την αποτυχία του κράτους κερδίζουν μόνο οι δυνάμεις του μπάχαλου: χρυσαυγίτες-κυνηγοί μεταναστών, εξτρεμιστές που ονειρεύονται την Ελλάδα Αίγυπτο, χουλιγκαναίοι παντός είδους. Και κερδοσκόποι (για να μην ξεχνιόμαστε), διεθνείς και εγχώριοι, που ποντάρουν στην οικονομική κατάρρευση για να μας αγοράσουν κοψοχρονιά…

* Ο κ. Γ. Παγουλάτος διδάσκει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών