Οι αιτίες που μας έφεραν ως εδώ και κυρίως «τι πρέπει να κάνουμε;» είναι το αντικείμενο της ακτιβιστικής έρευνας για την κρίση της Κρυσταλίας Πατούλη -από τον Αύγουστο του 2010 μέχρι σήμερα- όπου συμμετέχουν γνωστές προσωπικότητες των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών. Σήμερα, δημοσιεύουμε τις απαντήσεις του καθηγητής της Διοικητικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αντώνη Μακρυδημήτρη.

Ads

1. Είναι σαφές ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε οικονομική κρίση, οι ορατές όψεις της οποίας είναι το μεγάλο δημόσιο χρέος – και το συναφές έλλειμμα. Αναφερόμαστε, ιδίως, στο κράτος όχι στην κοινωνία, γενικότερα. Δυστυχώς εδώ πρέπει να γίνει μια επισήμανση, λίγο δυσάρεστη, ότι δηλαδή ενώ το ελληνικό κράτος έχει χρέος της τάξεως περίπου των 350 δις ευρώ, την ίδια στιγμή τμήματα της ελληνικής οικονομικής τάξεως, δηλαδή Έλληνες πολίτες, διαθέτουν καταθέσεις σε τράπεζες του εξωτερικού διπλάσιες από το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, δηλαδή, ήτοι περί τα 600 δις ευρώ.

2. Αυτό φανερώνει ένα χάσμα ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία με ευρύτερους όρους, εφόσον πολλοί εύποροι συμπολίτες μας δεν εμπιστεύονται τα χρήματά τους στο ελληνικό κράτος και τους δημόσιους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς και διαδικασίες. Αλλά φοβούνται την από μέρους τους διαχείριση, με συνέπεια να εξάγουν νομίμως ή και παρανόμως τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό, διαφεύγοντας πολλοί και τη σχετική φορολόγηση κερδών, κλπ.. Πρόκειται για μια αντινομία που ενισχύει την υπερχρέωση του δημοσίου. Από γενικότερης απόψεως και εκ παραδόσεως η ελληνική κοινωνία είναι πλουσιότερη από ότι το κράτος, που υποτίθεται ότι την εκφράζει και την υπηρετεί.

3. Η γνώμη μου είναι ότι η οικονομική κρίση οφείλεται και σε αυτό το χάσμα, μια και είναι η δημόσια οικονομία που πάσχει, ενώ το κράτος έχει προβεί σε μία υπερβολική επέκταση των δραστηριοτήτων του σε διάφορους τομείς της κοινωνικής δράσης ως μη όφειλε. Για παράδειγμα, το κράτος ιδίως την δεκαετία του 80 αποφάσισε να γίνει επιχειρηματίας. Κι όταν λέμε κράτος εννοούμε εν τέλει κόμματα, που συχνά λειτούργησαν με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας και των δημοσίων θεσμών για να ικανοποιήσουν τους οπαδούς τους. Τα κόμματα τα ίδια ως κόμματα δεν είναι επιχειρήσεις, αλλά όταν καταλάβουν την εξουσία, συστήνουν ή διαχειρίζονται δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, οι οποίοι λειτουργούν στον ανταγωνιστικό τομέα της οικονομίας διαχειριζόμενοι κεφάλαια και λοιπούς πόρους.

Ads

4. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η πολιτική τάξη ή σύστημα στη χώρα μας πάσχει, κατά παράδοση, από ένα σύνδρομο το οποίο έχει αναλύσει ο καθηγητής Γιώργος Kοντογιώργης και άλλοι, γνωστό ως ‘κομματοκρατία’.

Τουτέστιν, η δημοκρατία μας δεν είναι τόσο democracy όσο… partocracy. Είναι κο-μμα-το-κρα-τία! Βεβαίως τα κόμματα αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της δημοκρατικής διαδικασίας και στυλοβάτες του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Το ζήτημα είναι ότι συχνά αυτά, όταν βρίσκονται στην εξουσία, κυβερνούν με ένα τρόπο απόλυτο τον κρατικό μηχανισμό. Δεν ορρωδούν προ ουδενός, καταλαμβάνουν όλες τις θέσεις και τους θεσμούς – τούτο είναι εφικτό, πάντως – διεισδύουν στον συνδικαλισμό, στα πανεπιστήμια, στην τοπική αυτοδιοίκηση ακόμα και στην Εκκλησία, σε διάφορους οργανισμούς, κλπ. Τούτο αποτελεί περίπου πάγιο γνώρισμα του κοινωνικού μετασχηματισμού στη χώρα μας, ενώ από την μεταπολίτευση και μετά προωθήθηκε και από κόμματα της λεγόμενης προοδευτικής παράταξης, στην οποία πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε το ΠΑΣΟΚ φυσικά.

Αυτό συνέβη προκειμένου να αποκατασταθούν ανισορροπίες, κοινωνικές αδικίες, κλπ., αλλά από ένα σημείο και μετά λειτούργησε εκφυλιστικά ως προς την ποιότητα και βιωσιμότητα της δημοκρατίας. Αυτό φάνηκε πολύ καθαρά το 1989 και ακόμη καθαρότερα τα χρόνια που ακολούθησαν με κορύφωση την παρούσα ακραία μορφή κρίσης, αν όχι και συνολικής κατάρρευσης των συμβάσεων και συμβιβασμών της μεταπολίτευσης.

5. Η παρατήρησή μου είναι ότι η δημόσια οικονομία είναι υπερχρεωμένη, διότι το κράτος επιβαρύνθηκε με πληθωρικές δραστηριότητες επιχειρηματικού τύπου, που ανήκουν επί της αρχής στον ανταγωνιστικό τομέα της οικονομίας. Αν αρχικά, κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, αυτό φάνηκε ως αναγκαίο προκειμένου να ενισχυθεί η αναπτυξιακή δυναμική, σταδιακά οι κρατικοποιήσεις νόθευσαν όχι μόνο τον καθαρά ανταγωνιστικό τομέα της οικονομίας, αλλά και την ίδια την πολιτική διαδικασία, μεσώ της τόνωσης των πελατειακών σχέσεων και πρακτικών.

Τα κόμματα για να ικανοποιήσουν τους οπαδούς τους ανέλαβαν υπερβολικό δημοσιονομικό βάρος (με διορισμούς και κρατικοποιήσεις), πράγμα που συνετέλεσε σε μια στρεβλή και επίπλαστη, όσο και εξαιρετικά εύθραυστη, ευημερία.

6. Σήμερα, υπό το βάρος των δυσμενών οικονομικών συνθηκών, το κράτος αναγκάζεται να περιορίσει ξανά το ρόλο του, πράγμα όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και θεμιτό.

Γιατί το κράτος δεν λειτουργεί επιτυχώς ως επιχειρηματίας. Ο βασικός του ρόλος και αποστολή είναι να θέτει κανόνες, να ρυθμίζει συμπεριφορές, με τρόπο ήπιο, με τρόπο δημοκρατικό, και να ελέγχει την τήρησή τους.

7. Η αναδιάταξη του κρατικού και διοικητικού μηχανισμού ισοδυναμεί με μία ουσιαστική ‘επανίδρυση’ του κράτους, την αναγκαιότητα της οποίας δεν συνειδητοποιήσαμε έγκαιρα και αναγκαζόμαστε τώρα να την κάνουμε βεβιασμένα υπό την πίεση των δανειστών μας. Ο περιορισμός του κράτους στα βασικά του καθήκοντα, κάτι διόλου εύκολο ή απλό, δεν είναι κακό. Εκείνο που βρίσκω κακό και επικίνδυνο είναι να δυσφημίζεται συνολικά η αξιοπιστία του κράτους, του πολιτικού κόσμου και των δημοσίων θεσμών.

Αν βρίζουμε οι πάντες τους πάντες, πού θα καταλήξουμε; Αυτό είναι σύμπτωμα μιας βαθύτερης κατάστασης κλονισμού της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους πολιτικούς. Το οποίο είναι πολύ προβληματικό. Πώς θα αναταχθεί αυτή η κατάσταση, δεν ξέρω. Ελπίζω όμως και εύχομαι να βγούμε από αυτότο τέλμα αναξιοπιστίας. Διαφορετικά θα οδηγηθούμε σε μία αναρχία, ένα είδος bellum omnum contra omnes, όπως έλεγε ο Χομπς, έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων, ο οποίος πού θα καταλήξει;

8. Τα πρόσωπα έρχονται και παρέρχονται, οι θεσμοί όμως πρέπει να παραμένουν. Οι σταθερές δημοκρατίες με κάποια στοιχειώδη επιτυχία διαθέτουν σταθερούς και λειτουργικού θεσμούς στο κράτος και την οικονομία, κάτι που λείπει ως ένα βαθμό στη δική μας εμπειρία. Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν θεσμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, εφόσον δεν μπορούμε να έχουμε τελείως άμεση δημοκρατία, άνευ κομμάτων και άλλης μορφής πολιτικού διαμεσολαβητές της λαϊκής κυριαρχίας.

Το ζήτημα είναι αυτοί οι θεσμοί – και εδώ είναι το πρόβλημα – να λειτουργούν δημοκρατικά και να ανανεώνονται τακτικά και με τρόπο ομαλό. Δεν είναι δυνατόν στη δημοκρατία μία ομάδα ή μια οικογένεια να θεωρεί ότι έχει υπό την ιδιοκτησία της το κόμμα, στο οποίο τώρα είναι αρχηγός το άλφα ή βήτα μέλος της. Το κόμμα είναι θεσμός της κοινωνίας, άρα οι πολίτες έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν σε αυτό επηρεάζοντας ουσιωδώς τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων. Για το λόγο αυτό προσωπικά τάσσομαι αναφανδόν υπέρ της καθιέρωσης διαδικασιών γνήσιας εσωκομματικής δημοκρατίας, της συστηματικής διαβούλευσης των πολιτών, αλλά και των προκριματικών εκλογών για την ανάδειξη των υποψηφίων βουλευτών στα κόμματα.

9. Στο ερώτημα αν μπορούμε να περάσουμε σε μία άλλη κατάσταση των πραγμάτων, δεν θεωρώ ότι η απάντηση είναι κατ’ ανάγκην αρνητική. Τα προβλήματα της χώρας δεν τα έστειλε ο Θεός ή η κακή τύχη. Οφείλονται, αντίθετα, σε δικές μας λανθασμένες επιλογές. Ως λαός, ηγεσία, πολιτικοί.

Άρα, μπορούμε οι ίδιοι να κάνουμε και άλλες επιλογές. Τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο και οι άνθρωποι σήμερα φροντίζουν οι ίδιοι την πορεία της ζωής τους. καθορίζουν οι ίδιοι τη μοίρα τους. Εάν, βέβαια, σκεφτούν συλλογικά με δημιουργικό τρόπο.

Πιστεύω ότι μπορούμε να αλλάξουμε πορεία. Η Ελλάδα είναι ίσως η ωραιότερη χώρα του κόσμου, έχει το καλύτερο πιθανώς κλίμα στον πλανήτη, διαθέτει ένα απίστευτο πολιτιστικό παρελθόν με το ωραιότερο μνημείο στην ανθρωπότητα, που λέγεται Ακρόπολις. Έχει ένα λαό που είναι έξυπνος, αν και ταλανίζεται από πολλές απόψεις. Δεν βλέπω, συνεπώς, γιατί η χώρα δεν μπορεί να ακολουθήσει μια άλλη πορεία και να αποτελέσει μία όαση καλύτερης ζωής για τους Έλληνες και για άλλους ανθρώπους, που την κατοικούν.

10. Εκείνο που μας λείπει είναι μια κουλτούρα διαλόγου, ανοιχτού προβληματισμού, συζήτησης, ορθολογισμού και πάθους, χωρίς υπερβολές. Ώστε ο ορθολογισμός να μετριάζει το πάθος, αλλά και το δεύτερο να ενθουσιάζει και εμπνέει τον πρώτο.

Αν πορευτούμε «με λογισμό και με όνειρο», όπως ήθελε ο Σολωμός, ίσως μπορέσουμε να χαράξουμε μια νέα πορεία. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική, η πνευματική, πολιτιστική, κλπ., ‘ηγεσία’ έχει μια ευθύνη να εμπνεύσει ξανά στο λαό ένα αίσθημα μετρημένης αισιοδοξίας, όχι χαζο-αισιοδοξίας, αλλά μια πίστη ότι μπορούμε να κάνουμε κάποιες κρίσιμε για το μέλλον μας επιλογές. Τίποτε δεν είναι αρνητικά προκαθορισμένο.

Δεν είμαστε καταδικασμένοι σε κάτι κακό, όπως δεν είμαστε εξ ορισμού ευνοημένοι για κάτι καλό. Όλα από εμάς εξαρτώνται και από τις επιλογές μας. Οι επιλογές μας εναπόκεινται σε μας. Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να υπάρξει μια νέα ουσιώδης συνεργασία, ένα νέο σύμφωνο ή συμβόλαιο ανάμεσα στους πολίτες και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους, αλλά και τους διανοητές, τους δημοσιογράφους και λοιπούς ‘ηγήτορες’.

Ο λαός βρίσκεται σε αμηχανία και απογοήτευση όχι με την έννοια ότι δεν πιστεύει τίποτα, αλλά με την έννοια ότι απορεί και διερωτάται: «Καλά, βρε παιδί μου, αυτοί που ξέρουν τα πράγματα και κυβερνούν το καράβι, τι πιστεύουν και τι λένε;».

Στην κατάσταση αυτή της γενικευμένης αμηχανίας και απορίας οι δημοσιογράφοι έχουν την ευθύνη να αναζητούν ως «πρόσκοποι του αληθινού» τους αυθεντικούς διανοητές και τους αδιάφθορους πολιτικούς.

Ώστε ο λαός να μη συσκοτίζεται στην κρίση του από ψευδοπροφήτες, που δεν λένε την αλήθεια κι έχουν κρυφές ατζέντες. Εκεί είναι το …κενό.

Όμως η μεγάλη ιστορική εμπειρία του λαού μας διδάσκει ότι τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Ούτε κι εγώ έχω χάσει τελείως την αισιοδοξία μου. Πιστεύω, μάλιστα, ότι οι Έλληνες τα καταφέρνουν καλύτερα στις κρίσεις απ’ ότι σε ομαλές περιόδους. Εύχομαι οι επιλογές να είναι προς την σωστή κατεύθυνση.-