Οι αιτίες που μας έφεραν ως εδώ και κυρίως «τι πρέπει να κάνουμε;» είναι το αντικείμενο της ακτιβιστικής έρευνας για την κρίση της Κρυσταλίας Πατούλη -από τον Αύγουστο του 2010 μέχρι σήμερα- ερωτήματα στα οποία δίνουν τη δική τους απάντηση γνωστές προσωπικότητες της τέχνης, των επιστημών και των γραμμάτων. Σήμερα, δημοσιεύουμε τις απαντήσεις του συνθέτη Λουδοβίκου των Ανωγείων.

Ads

Για μένα το παιχνίδι των ανθρώπων χάθηκε όταν έχασαν την επαφή τους με τη φύση, δηλαδή τον «διάλογο» με τη γη, όπου σε φέρνει σε επαφή με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει. Όταν λοιπόν οι δύο τελευταίες γενιές – επιδοτούμενες γενιές!- κόψαν την επαφή με την παραγωγική εργασία (π.χ. το να πάνε να θερίσουν) σε αυτό το σημείο, ήταν και που χάθηκε όλη η ιστορία. Όταν ήμασταν μικροί μας κυνηγούσαν ακόμη και για τα μούρα που κόβαμε για να τα φάμε, γιατί τα είχαν ανάγκη και οι ιδιοκτήτες τους, πολύ περισσότερο τα αχλάδια ή τα σύκα κλπ. Σήμερα, όμως, αν κάποιος κάνει μια βόλτα την εποχή που ωριμάζουν, κυρίως τον Αύγουστο, θα δει ότι όλα τα δέντρα είναι γεμάτα αλλά κανείς δεν αγγίζει επάνω τους! Έρχονται κάθε μέρα, άλλωστε, στο χωριό δέκα αυτοκίνητα με μαναβικά, οπότε ψωνίζει από αυτά, έχοντας να διαθέσει το εύκολο χρήμα, το πλαστό χρήμα. Κι έτσι, έχει χάσει όπως είπα την επαφή με τη φύση, ώστε να μπορεί να κάνει για παράδειγμα έναν μικρό κήπο τρία επί πέντε, που θα έχει ντομάτες, μελιτζάνες, φασόλια, αυτά που έχει ανάγκη ένα σπίτι, δηλαδή, μια οικογένεια, για να υπάρξει. Επίσης, χάνοντας αυτή τη σχέση ο άνθρωπος και κυρίως ο νέος, χάνει και το σεβασμό του για τους μεγαλύτερους. Δεν ξέρει τι θα πει εργασία, με την έννοια να καταλαβαίνει τι πόνο έχει να παράγεις κάτι.

Συγχρόνως, το κάθε παντελόνι έχει ακόμη ένα μικρό τσεπάκι. Τι σημαίνει αυτό; Είναι η ανάμνηση μιας εποχής, όπου ο άνθρωπος σε αυτό το τσεπάκι έβαζε δέκα δραχμές το πολύ, για να κεράσει στο καφενείο, να πάρει τα τσιγάρα του, να πάρει κάτι για τον εαυτό του και του έμεναν κιόλας. Δεν χρειαζόταν τα χρήματα όπως σήμερα. Διότι είχε στο σπίτι του ότι χρειαζόταν: το λάδι, το κρασί, τις πατάτες, όλα.

Επομένως το χάσιμο αυτής της σχέσης που προείπα, δημιούργησε και την αδυναμία του ανθρώπου να διαχειριστεί και όλα τα χρήματα που πήρε από τις περίφημες επιδοτήσεις. Αυτά τα χρήματα όσο εύκολα τα έπαιρναν, λοιπόν, τόσο εύκολα και τα χαλούσαν.

Ads

Στο δια ταύτα, δεν έχει αυτή η «γενιά των επιδοτήσεων» τον πόνο των χρημάτων! Αυτό είναι το ένα.

Το άλλο, είναι ότι αποδείχθηκε πως δεν είχαμε και δεν έχουμε μεγάλους πολιτικούς άντρες που να μπορούν να προβλέψουν – ηθελημένα ή και από αδυναμία- αυτά που συμβαίνουν σήμερα, τα οποία τα καταλάβαιναν ίσως κάποιοι άνθρωποι της σκέψης και τα λέγανε από παλιά. Αυτή, λοιπόν, είναι άλλη μια αδυναμία κοινωνική. Σπανίως π.χ. βλέπεις έναν πολιτικό να πηγαίνει σε μια έκθεση ζωγραφικής ή σε μια θεατρική παράσταση. Πάνε οι περισσότεροι, μόνο εκεί που υπάρχουν φωτογράφοι και κάμερες! Άρα η πλειονότητα των πολιτικών ανδρών φαίνεται να ζει χωρίς κάποια καλλιτεχνική ανάγκη. Επίσης, βρισκόμαστε και στην εποχή όπου η αξιοκρατία προφανώς χάθηκε.

Και έτσι, είμαστε επί της ουσίας –συνολικά– ένα αλαλούμ! Δεν έχουν δυνατότητες να καταλάβουν ότι το όποιο ατομικό καλό είναι καλό και του συνόλου, ότι είναι μια αμφίδρομη σχέση, ώστε να μπορούν να κατανοούν πώς θα πρέπει να οργανώσουμε έτσι τα πράγματα για να βρεθεί μια λύση κατ’ αρχάς στα οικονομικά, από πού π.χ. θα περικόψουν, και από πού όχι, για να ανακάμψουμε. Ακόμη, παρατηρώ καθημερινά σε ένα τραπέζι να υπάρχουν πάντα απορρίμματα, πεταμένο φαγητό που θα μπορούσε να ζήσει μια ολόκληρη οικογένεια.

Εγώ θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια, και θα μου πείτε: “θα γυρίσουμε στα παιδικά χρόνια;Όχι δεν θα γυρίσουμε, μόνο θα θυμηθούμε πώς μπόρεσε ο κόσμος σε μια μεταπολεμική εποχή φτώχειας να διαχειριστεί τα πράγματα! Η μάνα μου π.χ. έλεγε «Όταν ξεκινώ το πρωί και κάνω το σταυρό μου και σκέφτομαι τι θα μαγειρέψω, το πρώτο πρώτο πράγμα που βάνω πάνω στην κουζίνα, είναι η ανέχειά μου!», και στη συνέχεια προσπαθούσε να κάνει κάτι πολύ μικρό και να φαίνεται μεγάλο στα μάτια μας και να μας ικανοποιεί. Το σπίτι, δε, που μεγαλώσαμε ήταν ένα μικρό δωμάτιο και ήμασταν μια οικογένεια με έξι παιδιά. Αυτή η σχέση και αυτό το γέλιο δεν υπάρχει σήμερα. Η κατεύθυνση του ανθρώπου προς τα χρήματα, προς την ευκολία αυτή, χάλασε το σύμπαν.

Ο μεγαλύτερος για μένα εχθρός της εποχής είναι αυτή η ευκολία! Πατάμε ένα κουμπί για να συμβούνε όλα! Δεν έχουμε ούτε να περπατήσουμε, ούτε να ανεβούμε, ούτε να κατεβούμε. Υπάρχει πάντα ένα κουμπί! Ε, δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω με όλα αυτά. Θυμάμαι ακόμη, ότι το κρέας το τρώγαμε μόνο μια φορά την εβδομάδα, κι αν. Και λίγο βέβαια, με πολλά μακαρόνια, να το μπερδέψουμε το πράμα. Ένας άνθρωπος που έχει ζήσει αυτή την εποχή, ξέρει ότι σήμερα έχουμε τον τρόπο να ζήσουμε και με τα λίγα και μπορούμε κάνοντας μια ιδιαίτερη προσέγγιση του εαυτού μας (γιατί τώρα με την κρίση η ανασφάλεια των ανθρώπων τους καταβάλει περισσότερο) σαν το καλοκαίρι του 2010 που έγιναν πολύ περισσότεροι γάμοι από ότι στο παρελθόν και οι παρέες στα καφενεία φαίνονταν να γίνονται πιο σφιχτές, επειδή, μάλλον, ο καθένας χρειάζεται κάποιον σύντροφο, κάποιον όμοιο του να στηρίζεται.

Τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα δεν θα έχουν ίσως πρόβλημα. Αλλά οι ηλικίες 20 μέχρι 35, θα έχουν μεγάλο πρόβλημα (π.χ. στην επαρχία δίνονταν επιδοτήσεις οι οποίες φαίνονταν σαν το μάνα εξ ουρανού, αλλά τελικά δεν έκαναν τίποτα, διότι τα χρήματα είναι δανεικά και πρέπει κάποια στιγμή να γυρίσουνε πίσω). Εδώ στην Κρήτη δε, τους επιδοτούσαν για να ξεπατώνουνε τα αμπέλια, και κατάστρεψαν έτσι τη γιορτή της Κρήτης! Γιατί αυτό κάνανε. Ξεπάτωναν τα αμπέλια, για 150.000 δραχμές το στρέμα τότε, επειδή ήθελαν να φυτέψουν κάτι άλλο.

Καταλήγω λοιπόν ότι πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τον εαυτό μας στη φύση, τον χαμένο μας εαυτό, αλλά και τις σχέσεις μας, για να ανακαλύψουμε τελικά τον καλό μας εαυτό! Δεν πρέπει να κάνουμε κάτι για να ξεχάσουμε, αλλά για να θυμηθούμε αυτόν τον καλό μας εαυτό, εκείνο τον εαυτό που μπορεί να σέβεται τον διπλανό του, αφού βλέπουμε ότι όταν είσαι δυνατός δεν υπολογίζεις τον άλλον, όταν όμως είσαι αδύναμος, τότε καταλαβαίνεις την ουσία.

Και ο πολιτισμός και η τέχνη, που είναι μια φωνή της μέσα χώρας του ανθρώπου, λαμβάνει σήμερα την ευθύνη να ορθώσει το ανάστημα του το οποίο πάει να σκύψει. Διότι χάσαμε την ελληνικότητά μας, που καμαρώναμε πάντα, που λέγαμε «είμαστε έλληνες», μια φυλή πάνω στον πλανήτη με όλες τις λέξεις ουσίας που υπάρχουν στα λεξικά όλου του κόσμου (π.χ. από τη λέξη μουσική, μέχρι τη λέξη θέατρο) οι οποίες πηγάζουν από εδώ. Και φυσικά αν είχαμε τη δυνατότητα, η παιδεία μας να αρχίσει να δυναμώνει, θα δούμε ότι θα σηκώσουμε κεφάλι να διεκδικήσουμε και δεν θα ‘μαστε στη μιζέρια που μας καταδικάζει μια Ευρώπη.

Τελειώνοντας, θα πω μια ιστορία: Ήταν ένας γέρος εδώ στο χωρίο που πάντα και όλες τις μέρες πήγαινε στο χωράφι. Μια μέρα μόνο δεν έβγαινε, το Πάσχα. Και αυτό με καημό γιατί αγαπούσε τη φύση.

Μου έλεγε λοιπόν, ότι οι σαύρες δεν έφευγαν από κοντά του εκεί που κάθονταν, δεν τον φοβόνταν. Ο κόρακας κατέβαινε κάτω για να τον ταΐσει. Δεν τον φοβόνταν. Του μίλαγε και του έλεγε: «Δεν θα σου δώσω περισσότερο ψωμί σήμερα γιατί είναι λίγο και πώς θα βγάλω τη μέρα».

Ήταν αυτός ο άνθρωπος ένα με τη φύση. Αυτός ο γέρος λοιπόν, μου είπε κάπου εκεί το 85: «Εγώ δεν πρόκειται να ξαναψηφίσω τον Παπανδρέου, γιατί έδωσε λεφτά στους ανθρώπους και δεν δουλεύουνε».

Και μια άλλη μέρα που τον ρώτησα: «Υπάρχει Θεός μπάρμπα Νικόλα;» μου απάντησε καθώς κοιτούσε εκεί μπροστά του στο περιβόλι, μια μέλισσα να χάνεται μέσα σε ένα λουλουλουδάκι: «Αυτή τη στιγμή, ο Θεός μπήκε μέσα στο λουλούδι!». Έτσι, όμορφα και απλά. –

Απαντήστε στο tvxs: *Εσείς από ποιον θα θέλατε να ακούσετε τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα; Στείλτε μας τις προτάσεις σας στο [email protected] με θέμα «Για το Τι πρέπει να κάνουμε;».