Οι αιτίες που μας έφεραν ως εδώ και κυρίως «τι πρέπει να κάνουμε;» είναι το αντικείμενο της ακτιβιστικής έρευνας για την κρίση της Κρυσταλίας Πατούλη -από τον Αύγουστο του 2010 μέχρι σήμερα- όπου συμμετέχουν γνωστές προσωπικότητες των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών. Σήμερα, δημοσιεύουμε τις απαντήσεις των Λαοκράτη Βάσση, Θανάση Γκαϊφύλλια, Βασίλη Καραποστόλη και Νικήτα Τσακίρογλου.

Ads

Λαοκράτης Βάσσης (Φιλόλογος – συγγραφέας)

Α. Τα αίτια

Η βαθύτερη ρίζα της μεταπολιτευτικής χρεοκοπίας βρίσκεται στην ίδια τη λογική του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, όπως αυτή παγιώθηκε ήδη από την πρώτη πασοκική διακυβέρνηση.
Ξεκίνησε με τον Καραμανλή, ως λογική δικομματικής διαχείρισης της εξουσίας, κατά τα δυτικά πρότυπα, που στόχευε όμως πιο πολύ στο δημοκρατικό έλεγχο της ελληνικής κοινωνίας παρά στη δημοκρατική της διακυβέρνηση.

Αυτή η λογική του ελέγχου, στα χρόνια του Πα.Σο.κ μετεξελίχτηκε πολύ γρήγορα σε λογική (άγριας) νομής της εξουσίας, που αντέστρεψε πλήρως τη σχέση κοινωνίας – πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε, αντί να υπάρχει το πολιτικό σύστημα για την κοινωνία, να υπάρχει η κοινωνία για το πολιτικό σύστημα.
Και αυτό γιατί, τα κόμματα εξουσίας άλωσαν το κράτος και έθεσαν υπό ομηρία την ελληνική κοινωνία…δια της εκμαυλιστικής εκπόρνευσής της, με συνακόλουθη την αμοιβαία διαφθορά και μοιραία τη χρεοκοπία μας.

Ads

Η εκμαυλιστική όμως εκπόρνευση της κοινωνίας μας απ’ το πολιτικό της σύστημα δεν γίνεται…παρά τη θέλησή της. Η πολιτική ενοχή συμβαδίζει με την κοινωνική συνενοχή, που οδηγεί στο πολιτιστικό βάθος της μεταπολιτευτικής χρεοκοπίας (στην κυριαρχία δηλαδή του καταναλωτικού προτύπου και στη συνακόλουθη αποσύνθεση της αξιακής βάσης του ελληνικού πολιτιστικού προτύπου ζωής). Ο κατήφορος ήταν και πολιτικός και πολιτιστικός, αν όχι πάνω από όλα πολιτιστικός, έτσι που κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί πόσο οι ηγήτορες «χάλασαν» την κοινωνία και πόσο η κοινωνία «χάλασε» τους ηγήτορες, που σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να αποσείουν τις ευθύνες τους επικαλούμενοι το: «εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω» ή φωνάζοντας με κυνισμό: «μαζί τα φάγαμε». Η αλήθεια πως για να υπάρξει «Αλκιβιάδης» πρέπει να υπάρχει αντίκρυσμα «Αλκιβιάδηδων» στην κοινωνία, όπως και για να υπάρξει «Αντρέας» η «Πάγκαλος», καθόλου δεν απαλλάσσει τον «Αλκιβιάδη», τον Αντρέα ή τον Πάγκαλο από τις πολιτικές τους ευθύνες.

Β. Η διέξοδος

Και τώρα τι γίνεται και πολύ περισσότερο πώς γίνεται. Ως προς το «τι», θα έλεγα, πολύ απλά, πως πρέπει να αποκατασταθεί η λογική στη σχέση: κοινωνίας – κράτους – κομμάτων εξουσίας. Που σημαίνει, τα κόμματα εξουσίας να απελευθερώσουν το κράτος, κόμματα και κράτος να απελευθερώσουν την κοινωνία, έτσι ώστε κόμματα και κράτος να υπάρχουν για την κοινωνία κι όχι η κοινωνία για τα κόμματα και το κράτος. Αυτό εύκολα λέγεται, αλλά πολύ δύσκολα γίνεται, με δεδομένες τις δομικές συμφύσεις σ’ αυτή την ανίερη σχέση. Πρέπει όμως να γίνει. Αλλά πώς; Σίγουρα όχι με ημίμετρα, όχι με αναπαλαιωτικές λογικές, πολύ περισσότερο όχι μέσα από… ένα χαοτικό γκρέμισμα. Αν οι κοινωνικές μηχανές επισκευάζονται και ανασκευάζονται εν κινήσει, όταν δεν γίνονται επαναστάσεις βέβαια, θα πρέπει να «πιαστούμε», δεν γίνεται αλλιώς, από ό,τι υγιές υπάρχει στο άθλιο και ένοχο πολιτικό μας σύστημα και να δρομολογήσουμε αμετάθετα τη ριζική αλλαγή στη λογική λειτουργίας του, με κρίσιμες δομικές και θεσμικές δικλείδες, που θα εγγυηθούν και στεργιώσουν αυτή την τομή. Η συνειδητοποίηση όμως αυτού του πολιτικού «διά ταύτα» πάει μαζί με τη συνειδητοποίηση ενός πολιτιστικού «διά ταύτα», προφανώς πέραν και του νοσηρού «ευρωπαϊσμού» και του παρομοίως ή και περισσότερο νοσηρού «αντιευρωπαϊσμού». Κοντά στα 200 χρόνια από την εθνική μας ανεξαρτησία ίσως ήρθε η ώρα της πολιτιστικής μας ενηλικίωσης πρώτα, που θα εκφραστεί σε ένα οιονεί πολιτιστικό μας σύνταγμα, για να ακολουθήσει και η πολιτική μας ενηλικίωση, που θα εκφραστεί μέσα από ένα νέο πολιτικό μας σύνταγμα, για να αρχίσει η συνολική μας ανασύνταξη. Ποια πνευματική όμως ηγεσία θα χαράξει τις πολιτιστικές μας συντεταγμένες και ποια συνακολούθως τις πολιτικές; Προφανώς όχι η «οργανική διανόηση» της Μεταπολίτευσης, όχι οι σάπιοι του πολιτικού μας συστήματος, όχι ο παράξενος κυβερνητικός θίασος του Γιωργάκη, με τους«Δρουτσο-Γερουλάνους» του… επιπέδου εκδρομικής λυκειακής ομάδας. ΟΧΙ…ΟΧΙ… πολλά γνωστά ΟΧΙ. Δίπλα όμως στα πολλά «ΟΧΙ» υπάρχουν τα πολλά «ΝΑΙ», που θα μας ενώσουν και συνεγείρουν σε ένα νέο μας ξεκίνημα. Είμαστε καταδικασμένοι, νιώθοντας ντροπή που καταντήσαμε υπό τροϊκανή αρμοστεία (αλήθεια, πως βρέθηκε ελληνικό χέρι να υπογράψει την κατάπτυστη «Σύμβαση Παραχώρησης»;) να μπουμε σε τροχιά «εθνεγερτικής» ανάταξης της συνολικής μας ζωής, να κρατηθούμε απ’ την ψυχή μας και να προχωρήσουμε με «αρετή και τόλμη», με «λογισμό και μ’όνειρο», όπως ορίζουν οι μεγάλοι νομοθέτες της πνευματικής μας ζωής. – Αλίμονό μας αν δεν το κάνουμε, αν δεν βρούμε τον τρόπο να το κάνουμε!-

Βασίλης Καραποστόλης (καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Παν/μίου Αθηνών και συγγραφέας)

Οι καιροί είναι τέτοιοι που επιβάλλουν στις σκέψεις μας να πηγαίνουν πιο πέρα από εκεί όπου συνήθως έφθαναν. Συνηθίζουν πολλοί τελευταία να μετράνε και να ξαναμετράνε το δημόσιο χρέος της χώρας και να το χαρακτηρίζουν αιτία του σημερινού προβλήματος. Πράγματι, ακόμη κι αν δεν είναι τόσο υψηλό ώστε από μόνο του να δημιουργεί συνθήκες αποδιάρθρωσης της οικονομίας, το χρέος παραμένει ως μέγεθος στοιχείο νοσηρό. Δεν είναι όμως αιτία της κρίσης, είναι αποτέλεσμα. Για να εντοπίσουμε τι υπάρχει πριν απ’ αυτό και πίσω απ’ αυτό, πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: γιατί τόση ευκολία μέχρι τώρα στο να προσφεύγουμε σε πιστωτές; Η απάντηση μπορεί να βγει μέσα από την ίδια την ερώτηση.

Η Ελλάδα δανειζόταν εύκολα γιατί πίστευε στην ευκολία. Το να καταφεύγει τόσο το κράτος όσο και ολόκληρη η κοινωνία στον δανεισμό, ιδιαίτερα κατά τη μεταπολίτευση, δήλωνε πως το «έτοιμο χρήμα» προκρινόταν χωρίς δισταγμό έναντι του χρήματος που προκύπτει μέσα από τη δουλειά και τους κόπους της. Αυτοί οι κόποι ήταν που έπρεπε να λείψουν. Αυτός ο μόχθος που μύριζε ιδρώτα και που ενώ τον ελλαδικό άνθρωπο της παλαιότερης εποχής τον αντάμοιβε μ’ ένα αίσθημα ικανοποίησης ή ακόμη και περηφάνειας επειδή τα «έβγαζε πέρα», τώρα, στο άτομο της μεταπολιτιστικής αδημονίας φάνταζε σαν ανυπόφορη αγγαρεία από την οποία θα μπορούσε να απαλλαγεί. Το κύριο μέσο για να ξεφύγει από τον καταναγκασμό αυτό ήταν ο δανεισμός. Προηγήθηκε όμως μια αλλαγή μέσα στη συνείδηση του ατόμου κατά την οποία ο μόχθος απαξιώθηκε, θεωρήθηκε στείρος. Από εκεί ξεκινά η κρίση.

Η Ελλάδα πληρώνει σήμερα το ότι θέλησε μ’ ένα άλμα να περάσει από τον μόχθο στην κατανάλωση, εγκαταλείποντας το ενδιάμεσο στάδιο, που ήταν η εργασία.

Αν με τον σωματικό κόπο, με το μόχθο δηλαδή, παράγονται είδη που προορίζονται κυρίως για την αυτοσυντήρηση (τα γεωργικά προϊόντα, πρώτα απ’ όλα), με την εργασία των χεριών και της νόησης παράγονται είδη που αντέχουν περισσότερο στο χρόνο.

Με την υπομονή και την οργάνωσή της η εργασία δημιουργεί έναν κόσμο διαρκείας, αντικείμενα, σκεύη, μηχανές που η ζωή τους ξεπερνά κατά πολύ το χρόνο που διατέθηκε για την κατασκευή τους ή και τον ίδιο το χρόνο ζωής των κατασκευαστών τους.

Στην περίπτωσή μας όμως ο κατασκευαστής είχε πάψει να βρίσκει νόημα σ’ αυτή την προσπάθεια. Ουσιαστικά, θεώρησε πως τον υποβιβάζει να μετασχηματίζει απλώς την ύλη σε φόρμες. Η φόρμα που τον ενδιέφερε ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Ήθελε να δώσει στον εαυτό του την ευχέρεια να μην υπακούει στην ανάγκη, να μην υποτάσσεται στην υποχρέωση που έχει ο εργάτης να σφυρηλατεί όπως πρέπει το μέταλλο, να σκαλίζει ο μαραγκός όπως πρέπει το ξύλο, να συντάσσει ο υπάλληλος όπως πρέπει το υπηρεσιακό έγγραφο.

Απέναντι στην υποχρέωση να είναι τελεσφόρος ο Έλληνας διάλεξε την ευχαρίστηση να μην καταλήγει πουθενά. Τη δυνατότητα αυτή του την πρόσφερε η κατανάλωση. Μπορούσε να αγοράζει κάτι, μετά να το αντικαθιστά, κατόπιν να ξεχνά τι είναι αυτό ακριβώς που επιθυμεί και για όλα αυτά τα καπρίτσια να μην πρέπει να δίνει λογαριασμό σε κανένα.

Η κατανάλωση οδήγησε τον στερημένο Έλληνα σε μια περιοχή όπου, επιτέλους, κανείς δεν του έλεγε τι να κάνει. Έτσι νόμιζε στην αρχή. Γιατί λίγο αργότερα, άρχιζε να αντιλαμβάνεται πως ούτε κι εδώ, στην πολύχρωμη και δελεαστική αγορά δεν υπήρχε ελευθερία κινήσεων.

Για να ψωνίζει τα αντικείμενα της αρεσκείας του έπρεπε να έχει, φυσικά, το απαραίτητο χρήμα. Εξ ορισμού το χρήμα ισοδυναμεί με το «δύνασθαι» με μια δυνητική ικανότητα. Όποιος κατείχε ένα ποσό θα μπορούσε, εάν ήθελε, να αγοράσει το άλφα ή το δείνα αντικείμενο. Να όμως που διαπιστώθηκε ότι με την κατανάλωση, από ένα σημείο κι έπειτα, δεν τίθεται θέμα δυνατότητας, αλλά και πάλι υποχρέωσης. Οφείλεις πλέον οπωσδήποτε να αγοράζεις για να είσαι κάποιος, οφείλεις να αγοράζεις ώστε οι άλλοι να σου αναγνωρίσουν ότι αξίζεις να σε θεωρούν αποδεκτό.

Αναπάντεχα έτσι ο καταναλωτισμός έπληξε τη ματαιοδοξία τη στιγμή που την κολάκευε. Αφαίρεσε από το άτομο την δυνατότητα να νομίζει ότι αποδεσμεύτηκε από τις ανάγκες, του ανέτρεψε με άλλα λόγια την ιδέα που είχε για τον εαυτό του. Θυμηθείτε ότι παλαιότερα πάνω στο κέφι του ένας γλεντζές ήταν ικανός να κάψει τα χαρτονομίσματά του.

Διακήρυττε, έτσι, ότι αυτός δεν θα γινόταν ποτέ ένας «δούλος του δούλου του», το χρήμα δηλαδή δεν θα κυριαρχούσε πάνω στο εγώ του κατόχου του. Ποιος τολμάει σήμερα να ισχυριστεί κάτι παρόμοιο; Και δεν μιλάμε για την τωρινή συγκυρία, μιλάμε για την εικοσαετή τουλάχιστον περίοδο που προηγήθηκε. Ήδη από τότε ήταν έκδηλη μια ορισμένη δυσθυμία μέσα στο νέο συρμό που συνίστατο στο να ξοδεύει κανείς χωρίς να το πολυσκέφτεται.

Ήταν η περίοδος όπου η πολυάριθμη μεσαία τάξη τα πρωινά εργαζόταν βαριεστημένα, τα απογεύματα ανακάλυπτε ψυχολόγους για να της λύσουν τις προσωπικές και οικογενειακές υποθέσεις της και τα βράδια την απασχολούσε τόσο πολύ το ποια θα ήταν η πιο «επιτυχημένη» της διασκέδαση που στο τέλος η όλη επιχείρηση την εξαντλούσε.

Το αποτέλεσμα ήταν να δηλητηριάζεται σιγά-σιγά η ευχαρίστηση του καταναλωτή από ένα δυσάρεστο αν και αόριστο αίσθημα. Τρία-τέσσερα χρόνια προτού ξεσπάσει η κρίση ήταν κιόλας ορατό το φαινόμενο της δυσκολίας που είχαν όλο και περισσότερα άτομα να νιώσουν χαρά, και να τη μοιραστούν με άλλους. Δεν έφταιγε η κατανάλωση καθ’ εαυτή, κάτι τέτοιο είναι ανόητο να λέγεται.

Η υποκατάσταση του εαυτού με την κατανάλωση, αυτό έφταιγε. Το ότι μέσα στην ευχέρεια να ψωνίζει κάποιος προϊόντα και ανέσεις μειωνόταν δραστικά η δυνατότητα να δοκιμάσει τις δυνάμεις του πάνω σε κάτι που θα του αντιστεκόταν.

Για να βρούμε τι αξίζουμε πρέπει να πράξουμε, έλεγε ο Γκαίτε. Δεν είναι ζήτημα λοιπόν ενδοσκόπησης ή διαλογισμού η εύρεση της προσωπικής μας ποιότητας. Είναι θέμα δοκιμής και δοκιμασίας. Και αν δεν υπάρχει μια πραγματικότητα που να σου προβάλλει αντίσταση, ποτέ δεν μαθαίνεις αν είσαι αρκετά έξυπνος, ικανός, συνεπής, επινοητικός κ.τ.λ.

Μέσα στον καταναλωτισμό αγνοούμε το ποιοί είμαστε. Αυτό το μαθαίνουμε μόνο με την εργασία. Άρα εκεί βρίσκεται και η λύση του προβλήματος της κρίσης.

Για ένα διάστημα τριάντα τόσων χρόνων η Ελλάδα αντάλλαξε τη φτώχεια που είχε περάσει έως τότε με την ευχαρίστηση να συμπεριφέρεται σαν να ήταν εύπορη. Η στάση αυτή δεν θα πρέπει να καταδικαστεί ολοκληρωτικά. Γιατί ως ένα βαθμό εμπεριέχει και αποκαλύπτει τη χαρά της ζωής, την κατάφαση σε ό,τι τερπνό υπάρχει στον κόσμο. Και ο κόσμος μας διαθέτει πάντα ακαταμάχητα θέλγητρα (μη ξεχνάμε εξάλλου και πόσοι ξένοι τα λιμπίστηκαν).

Άλλο όμως να απολαμβάνεις πράγματα, κι άλλο να χαίρεσαι τον εαυτό σου. Και τον εαυτό μας μπορούμε να τον χαρούμε μόνο όταν του δίνουμε την ευκαιρία να εκδιπλωθεί, να γίνει κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι. Εκεί όπου μπορεί να συμβεί αυτό είναι μόνο στη σφαίρα της εργασίας. Ένας άνθρωπος ή κι ένα σύνολο ανθρώπων κρίνεται τελικά από τα έργα του, από τις πράξεις του, όχι απ’ αυτό που θα ’θελε να είναι ή που επιδεικνύει ότι είναι.

Ο υπέρμετρος δανεισμός της Ελλάδας οφείλεται σ’ αυτή την παραίσθηση: θεωρήθηκε πως θα ήταν δυνατόν έναν ολόκληρο λαό κι έναν ολόκληρο πολιτισμό να τον αντιπροσωπεύσουν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, κι αυτά τα στοιχεία να του δίνουν απάντηση στο ερώτημα: «ποιος είμαι». Το εγχείρημα αυτό απέτυχε. Μέσα στην οικονομική ευμάρεια, τη στηριγμένη στο δημοσιονομικό έλλειμμα, παρέμεινε εκείνο το άλλο έλλειμμα, το ψυχικό και ηθικό, που δεν αφήνει τους Έλληνες να καυχηθούν για όσα πέτυχαν. Δεν ήταν μήπως αρκετό ότι έχτισαν σπίτια; Ότι αγόρασαν αυτοκίνητα; Φαίνεται πως όχι.

Για να ήταν βαθύτερα ικανοποιημένοι θα έπρεπε να είχαν δουλέψει διαφορετικά, όχι σαν επιτήδειοι και απατεωνίσκοι, όχι κατ’ απομίμηση των αξιωματούχων του κράτους και των πολιτικών οι οποίοι με τις ολιγωρίες τους και την ασυνέπειά τους προσέφεραν ένα πρότυπο και μαζί ένα άλλοθι για τα λαϊκά ελαττώματα.

Η άλλη προοπτική, ωστόσο, δεν έχει ακόμα κλείσει εντελώς. Και δεν λέγεται ούτε «εργασιοθεραπεία» ούτε προτεσταντικού τύπου ασκητισμός της εργασίας, λέγεται αυτοπραγμάτωση μέσα στη δουλειά.

Όποια λοιπόν μέτρα και να ληφθούν ώστε να έλθει η περιβόητη ανάπτυξη της χώρας, δεν θα ευδοκιμήσουν εάν δεν αλλάξει πρώτα η στάση απέναντι στην εργασία. Μέσα από την εκπαίδευση, μέσα από την οικογενειακή αγωγή, μέσα από τη θέσπιση κινήτρων, η Ελλάδα θα πρέπει να βρει σε τι είδους απασχόληση έχει περισσότερα πλεονεκτήματα, σε ποιους τομείς αποδίδει και κυρίως, σε ποιους τομείς τα ψυχικά χαρακτηριστικά των κατοίκων της ευνοούν τις επιδόσεις της παραγωγής.

Κάποτε υπήρχε μπόλικο πείσμα στον τόπο μας. Εάν έχει μείνει κάτι απ’ αυτό, υπάρχουν ακόμη ακαλλιέργητα χωράφια να το δεχτούν, καϊκια να ετοιμαστούν για το ψάρεμα, κάποιες μηχανές για να ξαναλαδωθούν. Όλα εξαρτώνται από το κατά πόσον οι νέες γενιές θα διδαχτούν –και θα πεισθούν– να αγαπάνε αυτό που φτιάχνουν, ό,τι κι αν είναι, και να μη σταματάνε μέχρι να το φτιάξουν καλά. Τα ημιτελή έργα ήταν για χρόνια η κατάρα μας. Τώρα η κρίση μας λέει ότι ή θα τελειώνουμε ό,τι αρχίζουμε ή θα τελειώσουμε μαζί της. *(τελευταίο βιβλίο του Β.Καραποστόλη που κυκλοφορεί είναι το «Διχασμός και Εξιλέωση – περί πολιτικής ηθικής των Ελλήνων» από τις εκδόσεις Πατάκη) .-

Νικήτας Τσακίρογλου (σκηνοθέτης – ηθοποιός)

Οι αιτίες ήταν πολλές. Υπήρξε μια κατάσταση όπου αφέθηκε ο ελληνικός λαός να νομίζει ότι ευημερεί, ενώ ουσιαστικά όλο αυτό ήταν μία φούσκα, η οποία κάποια στιγμή έσπασε, με κύρια ευθύνη των πολιτικών και κυρίως των πολιτικών εκείνων, που κατηύθυναν τα πράγματα και είχαν την εξουσία. Αφέθηκε ο ελληνικός λαός να νομίζει ότι η ζωή θέλει… κόλπο και δεν θέλει κόπο! Όλα αυτά κάποια στιγμή κατέληξαν εδώ που κατέληξαν, έτσι που να έχουμε τώρα ανάγκη επαιτείας, και να υποθηκεύουμε το μέλλον της επόμενης γενιάς, για να περνάμε καλά εμείς. Και περάσαμε καλά και εξακολουθούνε κάποιοι να περνάνε καλά. Αυτή την περιουσία την οποία θέλουν τώρα να ξεπουλήσουν θα γίνει για να μπορέσουμε να δώσουμε ένα μέρος από τα δανεικά και έτσι να εξακολουθήσουμε να περνάμε καλά σα να μην έχει αλλάξει τίποτα.

Από την άλλη, βλέπω έναν ταρτουφισμό από τη μεριά των πολιτικών. Όλοι είναι θυματοποιημένοι! Δήθεν ότι δεν θα ήθελαν την εξουσία, δεν θα ήθελαν τις καρέκλες και ότι όλα αυτά τα κάνουν για την πατρίδα και το λαό. Ψέματα και βερμπαλισμοί, που είναι δύσκολο να τα πιστέψει κανείς σήμερα. Ευτυχώς που υπάρχουν τα μέσα ενημέρωσης και κυρίως τα blogs, που ξυπνάνε τον κόσμο , γι’ αυτό δεν θα περάσουν έτσι εύκολα κάποια πράγματα. Εγώ βλέπω να έχουμε μεγάλες κοινωνικές ταραχές , γιατί αυτό που συμβαίνει τώρα δεν μπορεί να πάει μακριά. Όχι γιατί υποφέρει άμεσα ο λαός. Υποφέρει όμως πολύ ένα κομμάτι του λαού. Αυτοί που παίρνουν τη μηδαμινή σύνταξη, οι καημένοι οι γέροντες, οι άνεργοι. Έχουν ξεπεραστεί τα όρια. Πολλές φορές αναρωτιέμαι, αν έχουν καταλάβει οι πολιτικοί μας τι έχει συμβεί σε αυτή τη χώρα. Αυτό βέβαια οφείλεται στον εφησυχασμό που μας μετέδωσε ο Γιώργος όταν μας έλεγε «λεφτά υπάρχουν» γι’ αυτό και εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι αφού «λεφτά υπάρχουν, ας συνεχίσουμε κι’ εμείς τον πρότερό μας βίο».

Αυτό που βλέπω προσωπικά, είναι να έρχεται μια κοινωνική αλλαγή. Χρειάζεται όμως να φύγουν όλοι οι επαγγελματίες πολιτικοί. Χρειάζεται αλλαγή πορείας, που δυστυχώς δεν μπορούν να τη φέρουν οι συγκεκριμένοι πολιτικοί σήμερα. Χρειάζονται κάποια άλλα πρόσωπα, που θα πείσουν τον λαό, που δε θα του λένε ψέματα και δεν θα θέλουν να την αράξουν στα πόστα της εξουσίας. Να είναι ικανοί να αποδώσουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρη. Όσο για τον πολιτισμό, τον θεωρώ σε αυτές τις περιστάσεις επιδόρπιο. Επειδή τα πάντα ξεκινάνε από την οικονομία. Όταν δεν υπάρχει οικονομία σωστή, δεν μπορείς να κάνεις πολιτισμό. Το θέαμα προκειμένου να εισπράττει θα ρίξει το επίπεδό του. Βέβαια σε δύσκολες περιόδους -και αυτό φάνηκε και στην κατοχή και στην χούντα- το θέατρο με τη σάτιρα, με την επιθεώρηση, διασκέδαζε τον κόσμο και τον κρατούσε σε εγρήγορση, αλλά πρόσφερε θέαμα, που αφορούσε μόνο την πολιτική και την επικαιρότητα.

Το θέατρο ανθίζει όταν οι λαοί ευημερούν κι’ αυτό συνέβη στην Αρχαία εποχή, την εποχή του Σαίξπηρ και του Μολιέρου. Όποτε υπήρχε πρόβλημα επιβίωσης οι τέχνες γενικά πήγαιναν πίσω. Τι θα κάνει ο συγγραφέας; Θα γράφει για τον εαυτό του; Ο καλλιτέχνης θα ζωγραφίζει για τον εαυτό του, θα παίζει ο ηθοποιός για τον εαυτό του; Τα πράγματα πρέπει να έχουν μία συνέχεια και δυστυχώς έχουν συμβεί πολλά στην Ελλάδα τελευταία.

Στο σύνολο του ο λαός δεν έφταιξε. Δεν κάθισε στο ίδιο τραπέζι με πολιτικούς και αξιωματούχους. Ο λαός τους φόρους που έπρεπε τους πλήρωνε, και αν του έλεγαν να πληρώσει παραπάνω θα το έκανε. Όταν ήξερε όμως ότι έχει ικανή ηγεσία και κράτος που του παρέχει κοινωνική πρόνοια, σωστή εκπαίδευση, ιατρική περίθαλψη, ποιότητα ζωής.

Σε αυτή τη φάση πια, πιστεύω ότι πρέπει να αναλάβουν κάποιοι άνθρωποι υπεύθυνοι, επιστήμονες, πανεπιστημιακοί, οικονομολόγοι, τεχνοκράτες, που θα φτιάξουν μικρές ομάδες, μικρά συμβούλια, ώστε ο κάθε τομέας να μπορεί να προχωρήσει. Από ανθρώπους που ξέρουν τι θα πει ευθύνη, που γνωρίζουν το αντικείμενο και ξέρουν σε βάθος το πρόβλημα για να το λύσουν . Υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι. Και οι οποίοι θέλω να πιστεύω ότι βρίσκονται έξω από κομματικές επιταγές και προσωπικά συμφέροντα. Αλλιώς ο τόπος αυτός είναι χαμένος, και θα μεμψιμοιρούμε συνέχεια εγκλωβισμένοι στο παρόν και θα προσδοκούμε το αβέβαιο μέλλον. Έχουμε δικαίωμα να πουλήσουμε αυτά που κληρονομήσαμε; Είναι σαν κάποιος να αρχίσει να πουλάει την περιουσία του πατέρα του για να περάσουν καλά αυτός και τα παιδιά του και να αρχίσουν να γλεντάνε, να παίρνουν ακριβά αυτοκίνητα, να ταξιδεύουν στις Σευχέλες. Γιατί και αυτό μας συνέβη. Μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση: Δεν βρέθηκε κανένας από τους πολιτικούς μας να πει κάτι στον Στρός Καν γι αυτό που τόλμησε να ξεστομίσει; Δεν βρέθηκε κανένας να του απαντήσει; Να υπερασπιστεί το λαό του; Δηλαδή εδώ θα χρειαζόταν να μαζευτούν υπογραφές!

Να γίνουν διαμαρτυρίες, συλλαλητήρια να αντιδράσουμε εναντίον αυτού που μας καθύβρισε με αυτόν τον τρόπο. Και εμείς οι υποτελείς καθόμαστε και το τρώμε: Και δαρμένος και κερατάς. Γιατί η Ευρώπη είναι αναμάρτητη; Ποια Ευρώπη; Όλοι αυτοί που έχουν υποδουλώσει λαούς, στην Περσία, στην Αφρική και τους πήραν τις περιουσίες Θέλουν να μιλάνε και να δίνουν μαθήματα ευπρέπειας; Κραταιοί με πολέμους και αποικίες; Αυτοί υπήρξαν στο όνομα του ψεύδους και της υποδούλωσης των λαών. Και αυτό συνεχίζεται και τώρα. Κάθε μέρα έχουμε όχι μόνο υποτίμηση οικονομική, αλλά και υποτίμηση της αξιοπρέπειάς μας. Και αυτό για μένα είναι το σημαντικότερο. Έχουμε έναν λαό ανήθικο; Τότε γιατί τον βοηθάνε να υπάρχει. Για να μας αγοράσουν φτηνά σαν τις πόρνες;

Τι να πω; Το θέμα είναι ότι δεν βλέπω φως. Προσπαθούν να φτιάξουν ένα κλίμα αισιοδοξίας αλλά δεν νομίζω ότι σκέφτεται κανένας να κάνει επένδυση στην Ελλάδα. Μόνο αν θα τα βρει κοψοχρονιάς Έτσι που πάει να γίνει, αυτή θα είναι η ανάπτυξη. Να γίνουμε γκαρσόνια. Αυτό το συζητούν και το επιδιώκουν εδώ και χρόνια. Δεν μας αξίζει κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα έχει μια ιστορία, μια αξιοπρέπεια, ένα σημαντικό παρελθόν. Αντιστάθηκε με τον τρόπο της σε δύσκολες στιγμές και έτσι μπόρεσαν τα παιδιά της, να αισθάνονται περήφανοι Έλληνες! Είναι κακό να υπερασπίζεις την πατρίδα σου το έθνος σου; Δεν μπορούμε να τα ισοπεδώνουμε όλα. Γιατί αυτοί οι πολιτικοί μας, δεν αισθάνθηκαν ποτέ Έλληνες. Ποτέ δεν άκουσαν από τον πατέρα τους, τη μάνα τους τη λέξη «Έλληνας». Όλα αυτά τα παιδιά μόλις ένιωσαν τον εαυτό τους ξενιτεύτηκαν για να σπουδάσουν και δεν βρέθηκε κανένας να τους πει «κοίταξε εσύ είσαι Έλληνας και πρέπει τις γνώσεις σου να τις βάλεις σε πράξη για να υπερασπίσεις τον τόπο σου. Μακάρι να υπάρξει μία αναλαμπή, να φανεί μια αχτίδα αισιοδοξίας. Αλλά δεν τη βλέπω. Όσο θα υπάρχει αυτή η κατάσταση με τα μνημόνια και την εξάρτηση μας από τους ξένους πολύ δύσκολα θα δούμε άσπρη μέρα. Έχει, άλλωστε αποδειχτεί ότι όταν η Ελλάδα είχε βρέθηκε σε κίνδυνο και οι πολιτικοί της δεν αντιστάθηκαν, δεν πήγε καλά αυτή η χώρα. Ξεπουλήθηκε, εξαγοράστηκε, εκπατρίστηκε, μετακόμισε. Αυτό έχει πάθει αυτή τη στιγμή. Υπάρχει απογοήτευση στον ελληνικό λαό κι όποιος δεν το έχει καταλάβει από αυτούς ζει σε άλλη χώρα. Είχαν την ευχέρεια μέχρι τώρα να επικοινωνούν με τον λαό και να επισκέπτονται τις λαϊκές αγορές, να τον συναντούν στους δρόμους στα χωριά τους. Τώρα κρύβονται! Πως θα μάθουν τι του συμβαίνει;. Πως θα ακούσουν τα άσκημα νέα; Ας περπατήσουν στους δρόμους.

Ας βγουν έξω από τα υπουργεία τους να δουν! Αλλά υπάρχει ο φόβος… Μέχρι τώρα πολύ λίγα συμβαίνουν. Θα έπρεπε να είναι πολύ μεγαλύτερη η αντίδραση του λαού, αλλά δυστυχώς είναι οι εποχές δύσκολες… ξεκινάνε, διαμαρτύρονται οι λαοί, αλλά όταν ξεκινάνε, όπως πρόσφατα στον αραβικό κόσμο στην Αφρική σε σύντομο χρόνο οι φωνές κατασιγάζονται. Σιωπούν οι άνθρωποι γιατί… τα ‘σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Υπάρχουν τρόποι και συστήματα πλέον που οι φωνές φιμώνονται…-

Θανάσης Γκαϊφύλλιας (τραγουδοποιός)

Βιώνουμε το χρονικό μιας προδιαγεγραμμένης χρεοκοπίας, σε όλα τα επίπεδα. Μουδιασμένοι οι Έλληνες ξυπνήσαμε από το λήθαργο, όταν ο κλητήρας χτύπησε την πόρτα μας, κρατώντας το χαρτί της κατάσχεσης. Ως συνήθως πέσαμε απ’ τα σύννεφα και πανικόβλητοι προσπαθήσαμε να θυμηθούμε που στο διάολο είχαμε καταχωνιάσει την όραση και την ακοή μας. Διότι, ως γνωστόν, τόσα χρόνια κανείς δεν έβλεπε, κανείς δεν άκουγε.

Κανείς δε διαμαρτυρόταν όταν ο δικαστής έβγαζε άδικες αποφάσεις και κουκούλωνε σκάνδαλα. Ξαναψηφίζαμε για πρωθυπουργό, ως μέγα μάγκα και νοικοκύρη, αυτόν που έθετε το πλαφόν της εθνικής μίζας και γελούσαμε με τον υπουργό που δημοσίως και επισήμως διαπραγματευόταν την τιμή του γρηγορόσημου. Αδιαφορούσαμε όταν πολιτικά παχύδερμα αποκαλούσαν τους ποιητές λαπάδες και κουραμπιέδες.

Σκύβαμε το κεφάλι και τα χώναμε μαύρα στους γιατρούς, αντί να στρίψουμε λαρύγγια.

Και το χειρότερο απ’ όλα, δεν τηρήσαμε το τελευταίο άρθρο του συντάγματος και επιτρέψαμε στους μαφιόζους της βουλής να το κουρελιάσουν. Τόσα χρόνια πριονίζαμε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμασταν και αν κάποιος τολμούσε να πει το αυτονόητο, δηλαδή πως θα γκρεμοτσακιστούμε, βελάζαμε εν χορώ και πνίγαμε τη φωνή του. Προς τι η έκπληξη λοιπόν… «αδέρφια μου, αλήτες, πουλιά»; Σύμφωνα με τον αξιότιμο κύριο Στρος Σκα(τ)αν, σκατά τα κάναμε και τώρα ήρθε η ώρα να γευματίσουμε.

Ήρθε η ώρα να κοιταχτούμε στα μάτια και να ομολογήσουμε πως δεν ήμασταν καλοί κληρονόμοι των αγώνων που έδωσαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι, που έχυσαν ποτάμια αίμα για να έχουμε εμείς «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» κι εμείς ετοιμαζόμαστε να παραδώσουμε στα παιδιά μας ερείπια, σαν αυτά της Ιαπωνίας. Θέλει αρετή και τόλμη η αλήθεια και κουράγιο. Πολύ κουράγιο που θα το χρειαστούμε αν θέλουμε να κτίσουμε μια νέα κοινωνία.

Ας σηκώσουμε λοιπόν τα μανίκια και πριν αρχίσουμε να κτίζουμε, ας αρπάξουμε από μια βρεγμένη σανίδα κι ας καθαρίσουμε τον τόπο απ’ τα παράσιτα. Να τα τιμωρήσουμε με το χειρότερο τρόπο. Να τα βάλουμε να δουλέψουν.

Γιατί στη νέα κοινωνία πρέπει να ισχύει ο χρυσός κανόνας που λέει πως … «ο μη εργαζόμενος, μηδέ εσθιέτω».-