Η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη εδώ και κάποια χρόνια. Και το κυνήγι των «ενόχων» είχε παγιωθεί. Σ’ έναν απόλυτο κόσμο που ταυτίζει τον άνθρωπο με την παραγωγή του (κι εδώ «η ψυχολογία της μορφής», η «Gestalt», θα ’χε να πει πολλά), ο κόσμος της εργασίας απαξιωνόταν με εξυπνακίστικα συνθήματα αντεστραμμένου ρατσισμού όλο το χρόνο.

Ads

Κείμενο της Ελένης Καρασαββίδου-Κάππα από τη συλλογή «Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική».

Εάν ο τοίχος έχει τη δική του ιστορία, οι τοίχοι αυτοί θα μπορούσαν να μιλήσουν για σοβαρές μεταλλάξεις στο χώρο της ευρύτερης αριστεράς. Κύριο χαρακτηριστικό τους αυτό που ο Λεβί Στρως αποκάλεσε «απόμακρη ματιά», όπου κάθε κριτική στη διαφορετική κουλτούρα των «πρωτόγονων» γίνεται στα πλαίσια μιας μεθοδευμένης απαξίωσης, μιας με το ζόρι αποδοχής, που μόνο σκοπό έχει την παγίωση της «ανωτερότητας» των «φωτισμένων».

Αλλά ναρκισσισμός κι επανάσταση δεν πάνε μαζί… Από το «Έλληνες είστε και φαίνεστε» μέχρι το «Μπάτσοι Γουρούνια Δολοφόνοι» και τις τόσες ειρωνείες για το φαινόμενο της εργασίας (που μόλις και μετά βίας «έκρυβαν» για τους αφελείς το μίσος για «τον μικροαστικό κόσμο των εργαζόμενων»), η παγίωση του συστήματος γινόταν μέσα από την παγίωσή του ως «συστήματος αναφοράς». Όπου ακόμη και στα πλαίσια της πιο «απόλυτης και καθαρής κριτικής» εναντίον του «γερασμένου κόσμου», έχεις ενσωματώσει κι αναπαράγεις τη γλώσσα του και τη συμπεριφορά του.

Ads

Ο «άλλος» που απεχθάνεσαι (είτε ο συλλογικός «δομικός άλλος» στη μορφή του συστήματος είτε ο κοινωνικοπολιτικός προσωπικός «άλλος» στη μορφή του ανθρώπου που σκέφτεται και ζει «διαφορετικά» από εσένα) έχει τόσο παγιώσει την «κανονιστική του λειτουργία», που έχει ενσωματωθεί απόλυτα μέσα σου, κι από εκεί σε ετεροκαθορίζει. Αναπαραγόμενος μάλιστα δίχως ίχνος αναστολής, αφού ο ναρκισσισμός σου δεν σε αφήνει να το εντοπίσεις.

Ο δρόμος σε μια γειτονιά που δεν έχει φώτα…

Όμως, εκεί όπου αναστολή δεν υπάρχει, αργά μα σταθερά η επαναστατική συνείδηση μετατρέπεται σε επαναστατικότητα, απεκδυόμενη κάθε έννοια ηθικής (ταυτίζοντάς τη πρόστυχα με την ηθικολογία) κι η επαναστατικότητα σε πολιτικό μίσος: Η πολιτική πρόταση έχει βρει αυτό που θα την κηδέψει. «Λύσσα και συνείδηση», μία από τις ασυμβίβαστες αμετροέπειες των τοίχων, σ’ έναν κόσμο όπου η καντιανή δυτικοευρωπαϊκή σκέψη (παιδί της οποίας υπήρξε και η Αριστερά) υποχωρεί, καθώς οι φονταμενταλισμοί τρίβονται μεταξύ τους και παράγουν σπίθες που δεν καταυγάζουν, μα σκοτίζουν. Θαμπώνουν.

Έτσι ο φεμινισμός θα ’ρθει με κομμένα πέη, έτσι ο Δεκέμβρης ακύρωσε (αντί να θέσει το πρόταγμα να αναδιανείμει) τον υλικό πλούτο της κοινωνίας (το φάντασμα του Μαρξ που τα έβαζε με τους Λουδίτες τριγυρνούσε αλλόφρον στους δρόμους της Αθήνας, τους γεμάτους επαναστατικό λαϊκισμό), έτσι υπολογιστές (αυτό το κύημα συλλογικού κόπου κι ανθρώπινης πορείας που γέννησε κινήματα) έγιναν θρύψαλα, βιβλιοπωλεία (και πόσο δίκιο είχε η Λέιμποβιτς –νομίζω– όταν έγραψε πως τα άκρα πια συναντιούνται, αλλά την πρωτοβουλία για το ραντεβού την έχει ο φασισμός) κάηκαν, κάδοι απορριμμάτων καταστράφηκαν (σ’ έναν κόσμο όπου κάποιοι μονίμως αυτοβαυκαλίζονται ως οικολογικά ευαίσθητοι και, πάντα, «προχωρημένοι»), πυροσβεστικά χτυπήθηκαν (όλοι οι ένστολοι είναι μπάτσοι! Ουγκ! Μόνοι διαφορετικοί εμείς! Πάλι ουγκ! Γαμώ τον μιλιταρισμό, ουγκ! Εγώ, η αρχιμιλιτάρα! Ξανά μανά ουγκ!).

Και πώς όχι; Πάντα ο φαλλός είναι το κοντάρι κάθε απόλυτης ιδεολογίας, «φεμινιστές μου». «Έτσι» «ξεβρακώματα» στο δρόμο δικαιολογήθηκαν πριν χρόνια, έτσι παρ’ ολίγο φονικοί ξυλοδαρμοί φυλάκων και φοιτητών στο ΑΠΘ πέρασαν και δεν ακούμπησαν, «έτσι» εκδηλώσεις λόγου με το τσεκούρι των αντεστραμμένων «κοινωνικών φρονημάτων» ακυρώθηκαν, αφού «η κοινωνία, λέει, υπεραμύνεται», «έτσι» θεατρικές παραστάσεις ακυρώθηκαν βίαια (απαράδεκτε Ευριπίδη που «εκμεταλλεύτηκες», λένε «τα παιδιά», τον πόνο των Τρώων κι έγραψες τις Τρωάδες, γινόμενος ο πρώτος συγγραφέας που ξεπέρασε το ομόαιμον και το ομόθρησκον, γινόμενος αυτό που ο Lesky αποκάλεσε «ένας άνθρωπος συμπαντικός», και το δικό σου φάντασμα, λένε, τριγυρίζει αλλόφρον στους δρόμους της Αττικής Γης που ’χει… Λαζόπουλους να δομούν τη… συλλογική μας συνείδηση!), έτσι διαμελίστηκε στη σιωπή και το Αφγανάκι (α! Όλα κι όλα! 15χρονος από 15χρονο έχει διαφορά! Κι η αξία της ανθρώπινης ζωής μετράει μόνο αν μπορούμε να την τοκίσουμε ιδεολογικά! Εμείς οι κατά τα άλλα υπέρμαχοι των… ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Έτσι κάηκαν κι οι 3 «απεργοσπάστες»…

Οι ένοχοι του δρόμου

«Η απόμακρη ματιά» είναι λογικό να συμβαδίζει με αυτό που ο Αντόρνο αποκάλεσε ομοιότροπη διαφορετικότητα. Στο βάθος, λέει στα Μικρά Ηθικά του αυτή η εμβληματική φιγούρα της σκεπτόμενης, αληθινά επαναστατικής αριστεράς (καμιά σχέση με κάποιους έλληνες μικροαστούς, που σε χώρους υλικών και ψυχολογικών απολαβών αποενοχοποιούνται αυτοβαυκαλιζόμενοι ως αριστεροί και ως σκεπτόμενοι), το να βεβαιώνεις τον νέγρο πως είναι ολότελα ίδιος με τον λευκό, ενώ ολοφάνερα δεν είναι, σημαίνει πως θεωρείς τις ανθρώπινες διαφορές «στίγμα».

Η καταδίκη του εθνισμού, το ίδιο απόλυτη με την καταδίκη του ταξικού, παίζει το παιχνίδι του εθνικισμού και του εθνομηδενισμού. Το πρόταγμα να καταργηθούν τα σύνορα με κάθε κόστος κάνει να δικαιολογείται ακόμη και το trafficking. Το ρεμπέτικο, μου ’χε πει ένας εκπρόσωπος της Αντιεθνικιστικής Κίνησης, μιλά το ίδιο και στους Μάγια! Ο απόλυτος σχετικισμός του μεταμοντερνισμού, που τόσο εύκολα εισχώρησε σε συγκεκριμένες εκφάνσεις της Αριστεράς, είναι το ίδιο το δόγμα σε νέα εκδοχή. «Απαγορεύεται» μεν «το απαγορεύεται», αλλά απαγορεύεται κάθε κριτική στάση απέναντί μας. Κάθε τέτοια θα λοιδορείται ως μικροαστική, εθνικιστική, φασιστική κι αδαής.

Έτσι είδαμε απόλυτες κι απλουστευτικές θέσεις, που δεν εκκινούν από την πραγματικότητα (όπως το ’θελε ο Μπρεχτ), μα από τα ιδεολογικά μας κουτάκια που δρουν ως Προκρούστης απέναντι στη Ζωή την ίδια. Δεν θα αναλύσω εδώ τι ανιστόρητες απόψεις ακούγονται, αφού η ημιμάθεια παρελαύνει μέσα στην Αριστερά. Θα πω μόνο πως, όπως ο σταλινισμός απαγόρεψε την κβαντική φυσική, την ίδια την επιστήμη, έτσι κι άλλες εκφάνσεις λοιδορούν την κοινωνική ψυχολογία, τον ίδιο τον μαρξισμό, την ιστορία, τη γεωπολιτική κ.λπ.

Η θρησκεία δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με την επιστήμη. Αντίθετα, τα πήγαινε εξαιρετικά καλά με την υποκρισία: Ζητάμε από την κοινωνία ανοχή απέναντι στη διαφορετικότητα, όταν δεν την έχουμε ούτε μεταξύ μας. Στο σχέδιο Ανάν οι μισοί λέγαν προδότες τους άλλους μισούς. «Οι ομάδες αυτές είναι έτοιμες να επιτεθούν σε κάθε σκέψη και ομάδα που παραμένει αληθινά ανεξάρτητη», σημείωνε ο Αντόρνο.

Το ίδιο, όμως, είναι έτοιμες να παραδοθούν σε κάθε άτομο που είναι παραδομένο. Στον λογοκριμένο διάλογο (όπου κείμενα της ομάδας γύρω από τον Κάιν π.χ. πέρασαν με πάρα πολλές πιέσεις) στο «ελεύθερο» (μη χέσω, πρόβατα!) Indymedia ακούστηκαν ανερυθρίαστα κι απόψεις του στυλ «έχουν μερίδιο ευθύνης γιατί εργάζονταν». Φυσικά!

Τα παιδιά των βορείων προαστίων στα οποία πολλές (ποτέ δεν θα έγραφα το γενικό οι κουκούλες), πολλές λοιπόν, κουκούλες ανήκουν (γιατί η γενιά του ’95 χαρακτηρίστηκε στην πλειοψηφία της από συγκεκριμένη ταξική διάρθρωση, κάτι που είχα υπαινιχθεί παλιότερα και στα Θραύσματα, αλλά αυτήν τη διάθρωση τα «κακά μίντια» την κάλυψαν, και πώς όχι;) δεν μπορούν να έχουν αληθινή γνώση τού τι θα πει εργοδοτικός εκβιασμός. Δεν έχουν γνώση του αληθινού πεδίου. Ζουν είτε από κάνα ψιλό απ’ αυτούς που ειρωνεύονται, είτε απ’ τον μπαμπά (αντάρτες της πορδής, που λέει και το τραγούδι), είτε από άλλες επιλογές, που όχι η αλληλεγγύη μα η κινηματική αξιοπρέπεια (που όποιος κατανοεί, κατανοεί – κι όποιος εκτιμά, εκτιμά) δεν μου επιτρέπει να γράψω.

Γι’ αυτό και «πήδηξαν» επικοινωνιακά την πιο μεγάλη ώρα του κόσμου της εργασίας, την πιο συγκλονιστική του πορεία. Γι’ αυτό και σαν τις κατσαρίδες με hit and run ξανακαπέλωσαν έναν κόσμο και μια πορεία που δεν τον κατανοούν, δεν τον σέβονται και δεν τους ανήκει. Αν η «ευνοημένη τραπεζίτισσα» (ακούστηκε κι αυτό!) εγκυμονούσα δεν ήταν στον υπέροχο κόσμο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, θα μπορούσε να κάθεται σπίτι της με επαπειλούμενη.

Αλλά η απάντηση ήταν να τους απελευθερώσουν από τη δουλεία του Βγενόπουλου στερώντας τους από τα δεσμά της ζωής! Και παρόλο που τα μίντια του κεφαλαίου σε 2 μέρες το προσπέρασαν (εν αντιθέσει με τον εξίσου άδικο θάνατο του Γρηγορόπουλου…), οι εργαζόμενοι είχαν βρει τους «μάρτυρές τους». Δεν έχουν μόνο οι 16χρονοι «σύμβολα». Χτυπημένοι από παντού, δίχως διέξοδο, τα 4 θύματα (ώς 3 μηνών δεν θεωρείται ζωή) είναι σύμβολα ενός κόσμου που χτυπά μονίμως τους πλέον αδύνατους, είτε για να διατηρηθούν οι πιο απάνθρωπες νεοφιλελεύθερες δομές είτε για να επιβεβαιωθεί η υπερεπαναστατικότητα κάποιων σε μια σιχαμένη διαδικασία «αυτοδικαίωσης», όπου για να δικαιώσουμε τις ιδέες μας μπορούμε να καταστρέψουμε τον κόσμο…

Σκεφτείτε το λίγο. Όμοια με το σταρ σύστεμ, όπου οι θαυμαστές της Μονρόε δεν θα της συγχωρούσαν ποτέ αν επέστρεφε γερασμένη, έτσι και κάποιοι αριστεροί θα έκαιγαν πρώτο τον Μαρξ ή τον Μπακούνιν στην πλατεία. Πώς τολμάς να μην είσαι στα μέτρα μας; «Μόνος αληθινός επαναστάτης ο Νετσάγιεφ! Μόνος αναλυτής ο Λαζόπουλος. Ουγκ!» Κι επειδή πάρα πολλοί από εσάς δεν έχουν καμιά επαφή με τη λαϊκή κουλτούρα, να σας πληροφορήσω (επειδή είναι μια κουλτούρα σκληρή) πως στα καφενεία ακούγονται πολύ ακραία πράγματα… Ο κόσμος πρώτη φορά ένιωσε εδώ και πολλά χρόνια πως χτυπήθηκαν δικοί του, και μιλάνε ακόμη και γι’ ακροβολισμένους ελεύθερους σκοπευτές σε μια από τις επόμενες φορές… Υπάρχει, φυσικά, απόσταση μεταξύ του λέω και το κάνω, μα όπως αυτή καλύφτηκε από τους «αντιεξουσιαστές» θα καλυφθεί κι από τους «απόκληρους»…

Όσο για μένα; Πρώτη φορά είδα τη μάνα μου να κλαίει με λυγμούς. Ίσως γιατί, από τις ελάχιστες εργατικές οικογένειες που συνάντησα στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς η δική μου, υπήρχαν μνήμες στο σπίτι από απεργίες που δεν μπορούσαν να γίνουν, από την αξιοπρέπεια που υποχωρούσε για ένα κομμάτι ψωμί, από τη ΔΕΗ που, αν δεν πληρωνόταν, εγώ θα διάβαζα ακόμη μια νύχτα κάτω από τη δημόσια λάμπα του δρόμου σ’ ένα δρόμο που ’χε την δική του ιστορία κι αυτός. Και γνώρισα σε μια ολόκληρη πορεία ζωής, δίχως ποτέ να μπω σε μηχανισμούς και να χρησιμοποιήσω το όποιο λέγειν μου για εξουσιαστικούς θώκους, την Αριστερά, «όπου η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα ήταν, λέει, αξία!». Κι αρνήθηκα να μετατρέψω τις πολιτικές διαφωνίες σε προσωπική απανθρωπιά. «Έμαθα την καλοσύνη από τη μάνα μου, όχι απ’ την Αριστερά», που φώναξε κι ο Καμύ. Υπήρξα «γεννημένη ένοχη».

Μιλώντας αυτήν τη στιγμή επί προσωπικού, γυρνώντας στη Μνήμη (όπως και στα Θραύσματα, όπως και στην κριτική για τα ΑΕΙ παλιότερα, γιατί το μικροαστυλίκι, ένα φαινόμενο όχι ταξικό μα νοοτροπίας σε μια χώρα με ιδιαίτερες δομές όπως η Ελλάδα, το μυρίζομαι και μ’ αηδιάζει), δεν μιλώ για μένα στ’ αλήθεια. Μιλώ για (και τιμώ) την τάξη μου.

Το (μικρό) φως της κολόνας

«Άκου, Κινέλ, που σε αδειάσαν ζωντανό μα πεθαμένο σ’ ένα κρεβάτι κούνια, υπάρχει μονάχα ένα λεπτό στρώμα από συντετριμμένα φτερά ανάμεσα σε σένα και στη βαθιά άβυσσο, την τόσο όμοια με σένα», έγραψε ένας αμερικανός ποιητής τον καιρό που τα κινήματα μπορούσαν ακόμη να ονειρεύονται έναν άλλον κόσμο στην κείθε πλευρά του Ατλαντικού. Το ’ξερε πως το Φως από το σκοτάδι, είτε στο δρόμο που βολτάρουμε μέσα απ’ αυτές τις γραμμές είτε στην πιο «αστική» λεωφόρο του κόσμου, τα χωρίζει μια λεπτή γραμμή, κι ίσως καμία, αφού στο πρόσωπό μας συναντιούνται. Μα ο καθρέφτης δεν μας καθρεφτίζει πραγματικά.

«Πραγματικά» όπως «πραγματικότητα»; Μα ακόμη και τις αναμνήσεις τις πλάθουμε μόνοι… Θα ’ρθει ο καιρός που θα λειανθούν οι μνήμες. Θα ’ρθει ο καιρός που «το; Κίνημα», για μία ακόμη φορά, θα τοποθετήσει και αυτό το χτύπημα ως προβοκατόρικο. Η κοινωνική συνοχή δομείται με πολύ όμοιο τρόπο τόσο εντός των αστών, όσο κι εντός των αρνητών τους. «Εμείς» εξ ορισμού δεν μπορούμε να είμαστε ένοχοι! Μόνο οι άλλοι, πάντα οι άλλοι. Δεν μας βαραίνουν λάθη ιστορικά, ή κακές στιγμές έστω, ούτε τώρα, ούτε στον εμφύλιο, ούτε στα νησιά (καημένε Άρη Αλεξάνδρου!), ούτε στο Μινιόν. Μια δήλωση ότι «εξ ορισμού» ο χώρος μας δεν μπορεί να έχει σχέση θα προβληθεί απ’ όσους πρέπει και θα σηκωθούμε ξεσκονίζοντας τον επαναστατικό μας ναρκισσισμό γι’ ακόμη μια φορά.

Όσο ζω, δεν θα ξεχάσω το συνδικαλιστή εκείνον που ωρυόταν μπροστά στη χαροκαμένη μάνα της Ζούλια «Πέστε, ρε αλήτες, στη μάνα πως είναι καλά το παιδί της!…». Θα μου πείτε «δεν ήξερε!». Μα ακριβώς γι’ αυτό δεν θα τον ξεχάσω! Γιατί ο ίδιος δεν σεβάστηκε το ότι δεν ήξερε! Σύμβολο μιας Αριστεράς που τοποθετείται συχνά στα πλέον σοβαρά (μπροστά στη μάνα…) χωρίς να ξέρει! Κι αλήθεια, αυτό το «αλήτες» σε ποιόν το απεύθυνε; Στον πυροσβέστη που πήγε να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα κι έσκυβε το κεφάλι μπροστά στη μάνα μην ξέροντας τι να πει!

Και τα «επαναστατημένα παιδιά» θα εξακολουθήσουν να αναπαράγουν την ιεραρχία του κόσμου, αποδεχόμενα τον ηγετικό ρόλο της τάξης τους, με την αναπαραγωγή του μονίμως «καταγγελλόμενου» κόσμου μέσα από δυο κύριες μορφές. Οι έχοντες την πρωτοβουλία, οι «φωτισμένοι», οι κατέχοντες το «πολιτιστικό κεφάλαιο», θα εγείρονται ως πρωτοπορία παθητικοποιώντας τους προλετάριους «στο όνομα των οποίων δρούνε» και τον κατώτερο ρόλο των μη πεφωτισμένων. Κι από την άλλη, θα ξεγκαβλώνουν μονίμως στο κατώτερο υπηρετικό προσωπικό του συστήματός τους, τους «μπάτσους», επανεπιβεβαιώνοντας (σ’ αντίθεση ακόμη και με την 17Ν που χτυπούσε τους μπαμπάδες ή τους γειτόνους τους) την ιεραρχία του κόσμου.

Το πρόβλημα είναι πως αυτές οι παλιές τακτικές της γαλλικής λαιμητόμου, σ’ έναν κόσμο που δοξάζει μονίμως τον… Μαρά (!), εφαρμόζονται σ’ έναν κόσμο που αλλάζει. Κι αλλάζει με τρόπο που καμιά από τις εκφάνσεις της πολιτικής συντήρησης (δεξιάς, κεντρώας ή αριστερής) δεν μπορεί να το αντιληφθεί. Στο όνομα του κοινοτισμού, τα όποια καλά του αστικού κράτους (αυτά που θα ’πρεπε να βαθύνουμε και να γενικεύσουμε, ισχυριζόταν κάποτε ο κριτικά διακείμενος μαρξισμός) υποχωρούν και οι ποικιλώνυμοι φονταμενταλισμοί της οικονομίας ή της σαρίας (κι εντός Ευρώπης) σε λίγες δεκαετίες ίσως μιλούν για μια τερατογένεση που δεν σταμάτησε κανείς.

Μια τερατογένεση που, κρυμμένη πίσω από απολιτίκ συνθήματα ενός γενικόλογου κι υποκριτικού σεβασμού που δεν κατανοεί διαλεκτικά τις μεταβολές, συντελείται όπως ποτέ πριν. Γιατί ναι μεν σωστά εντοπίζεται ότι ζούμε σε συνθήκες όμοιες με αυτές του μεσοπολέμου που γέννησαν τον φασισμό, μόνο που αδυνατούν να δουν πως απουσιάζει πια η κουλτούρα του μεσοπολέμου… Ο φασισμός που γεννιέται, αν έρθει, θα ’ρθει από την πόρτα που δεν το περιμένεις, και θα ναι πρωτόφαντος…

Ή αλλιώς, «αν με φωνάξουν προβοκάτορα, μην τους πιστέψεις», που έγραφε στα τελευταία της κι η απογοητευμένη Γώγου (τη θυμούνται επιλεκτικά κι αυτήν κάποιοι, τόσο επιλεκτικά όσο τις επιστολές της αλησμόνητης της Γκουλιώνη, κόψε-ράψε, όσο και τις δηλώσεις της υπέροχης Κούνεβα). Ο Στάλιν φορούσε μαύρα τελικά… Αλλά φορά και «ροζ». Η «ανανεωτική Αριστερά», μονίμως εκπορνευόμενη προς το ΠΑΣΟΚ ή το ΚΚΕ ή τους νετσαγιεφικούς αριστεριστές, μονίμως απολογούμενη στα γκρουπούσκουλα και όχι στην κοινωνία, ετεροκαθοριζόμενη από αυτούς, δεν είχε ούτε ένα μέγεθος (και χρειαζόταν μέτριο μέγεθος…) για να σηκωθεί, να οριοθετήσει και να υπερασπιστεί το χώρο της στ’ αλήθεια… Θυμάμαι το «δέος» μου σαν πρωτοέμπαινα στο χώρο… Ή πάρτε επιτέλους πιο ΔΥΝΑΤΗ θέση όσοι κι όσες στα όργανα μιλάτε ή ΑΜΕΤΕ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΜΕΡΙΚΟΙ!

Οι αθώοι της χιλιόχρονης διαδρομής

Αν έχουμε ανάγκη μια διέξοδο (και πόσο την έχουμε ανάγκη!) κι αν ψάχνουμε να βρούμε φτερά, ίσως πρέπει ν’ ανακατέψουμε απ’ την αρχή την τράπουλα. Ακόμη και ν’ αλλάξουμε χαρτιά. Μέσα σε μυριάδες συμβιβασμούς, αντιφάσεις, αντιθέσεις, υπαρκτές συντηρητικές επιλογές, μαλακισμένες νοοτροπίες κ.λπ., υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που δεν εκχωρεί το δικαίωμα εκπροσώπησής του σε κανέναν. Αλλά αληθινά σε κανέναν, δήθεν αντιεξουσιαστές «μου». Το σύστημα πάντα θα εξαγοράζει τους «ταλαντούχους», έγραψε ο Όργουελ στο Πεθαίνοντας στην Καταλονία. Ή θα αναπαράγεται από αυτούς, θα προσθέταμε.

Ζήσαμε και ζούμε εσωτερικές ιεραρχίες μέσα στις δομές της Αριστεράς (διεκδικώ τα πρώτα μηνύματα που γράφτηκαν για τις καθαρίστριες στο ΑΠΘ και κατάγγελλαν – ένα φαινόμενο τόσο όμοιο με την έλλειψη εξέγερσης για το Αφγανάκι! – μια Αριστερά μονίμως αλληλέγγυα στους διανοούμενους καθηγητές «της» και μονίμως αδιάφορη στις καθαρίστριές «τους», να ’χουν σταλεί από μένα στη λίστα χρόνια πριν την Κούνεβα), ζήσαμε και ζούμε και κορπορατισμούς και νεποτισμούς και μηχανισμούς εντός των κομμάτων ή των οργανώσεών «μας», κι είχαμε κι έχουμε πολλές «ξανθιές» με εντυπωσιακά τσιτάτα στους κόλπους μας.

Αλλά «η ελπίδα θα έρθει από τους απόκληρους, έγραψε ο Όργουελ. Γιατί είναι όπως το φυτό, που η ανάγκη του (ό,τι πιο γνήσιο σε έναν κόσμο δήθεν) το ωθεί να προσπαθεί να βρει πάντοτε τον Ήλιο». Αν και όταν θα ’ρθει η ώρα (αργεί ακόμη και θα ’ρθει δίχως σχεδία καμιά, δυστυχώς) ξύλο (και θυμηθείτε το!) θα φάνε όλοι ανεξαιρέτως οι χώροι (ακόμη κι όταν όντως δεν υπάρχει σε καμιά περίπτωση ισομέρεια ευθυνών), γιατί όλοι θεωρούνται και είναι μέρος του προβλήματος, και όχι της λύσης. Μην αυτοβαυκαλίζεστε λοιπόν… Το ποτάμι που φουσκώνει δεν το βλέπει με καλό μάτι κανένας!

Κι έτσι φτάνουμε στο αξιότερο, αν και πιο επώδυνο, πολιτικό στοίχημα των καιρών. Την απελευθέρωση της κοινωνικής Αριστεράς (όλο αυτό το μόρφωμα που περιγράψαμε) από τους νταβατζήδες της πολιτικής Αριστεράς! Υπάρχει κόσμος έντιμος (σε δομές ή στη διανόηση ή στην εργασία) που, παρόλο που δεν μπορεί να μιλήσει για λόγους που είναι σεβαστοί (κάτι μεταξύ εργοδοτικού και πολιτικού εκβιασμού), γνωρίζει. Κι αγωνιά. Σε μια διαδικασία με χιλιάδες πισωγυρίσματα, δεν έχεις και πολλές λύσεις. Αν έξω απ’ το μαντρί σε περιμένει ο λύκος, μέσα σε περιμένει η λεπίδα του τσομπάνη. Κι ο λύκος με τον τσομπάνη πάντα μοιράζουν επί του (δήθεν) δημοσίου κέρδους ποσοστά… Κι όταν στήνεται το σκηνικό ώστε το πρόβατο «να φύγει», «φταίει πάντοτε αυτό»! «Εμ! Δεν στα ’λεγα εγώ πως το πρόβατο αυτό ήταν (ιδεολογικά κυρίως!) «μολυσμένο;».

Η ελπίδα απέναντι σε αυτά τα «στα ’λεγα» φαίνεται σε τόσες (κατά τόπους και θεματικές) κινήσεις που σαν τα λουλούδια της ερήμου φυτρώνουν σε περίοδο γενικευμένης ξηρασίας, αφήνοντας όλους κι όλες μας να τις «μεταφράζουμε» όπως μπορούμε, κι ας μην κατέχουμε τη γλώσσα τους πραγματικά… Ακόμη δεν το ’χω βρει, μα έφτασα στο συμπέρασμα πως το αληθινά προοδευτικό στην εποχή μας είναι αυτό που θα με/μας εκπλήξει επιτέλους! Όλα τα άλλα στο επίπεδο της πρακτικής ή της δημόσιας τοποθέτησης τα ’χουμε τόσο ζήσει, που τα ξέρουμε πριν γραφτούν. Λίγο φρέσκο αέρα, ρε παιδιά… Λίγο πανιά στο πέλαγος, γαμώ τα γνωστά λιμάνια!

Αλλά, αυτά τα φαινόμενα δεν μπορούν να μας αφορούν, αφού είμαστε εξ ορισμού «υπεράνω», εξ ορισμού «αθώοι». Κι όμως, «ξεχνάμε» πως ο φασισμός δεν στηρίχθηκε στο ότι οι Εβραίοι (κι όχι μόνο) ήταν ένοχοι, μα στο ότι οι Γερμανοί ήταν «αθώοι», κι άρα δικαιωματικοί κριτές και δικαστές. Όσο κι οι «αντιεξουσιαστές», που με το hit and run αποφάσισαν και έκριναν ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει στη Σταδίου…

Οι αθώοι είναι εξ ορισμού στην αυτοεικόνα τους αήττητοι, άσπιλοι. Κι όπως νιώθουν ηθικά ανώτεροι/ες, αφού νιώθουν αυτόκλητα ότι «θυσιάζουν» πράγματα, έχουν πια εισχωρήσει στον χώρο των Ζηλωτών, που στο όνομα του Θεού (ή του Λαού), εννοιών που ούτε οι μεν ούτε οι δε(ν) κατανοούν πραγματικά, στήνουνε πάντα «γκιλοτίνες». Το ρολόι του κόσμου σημαδεύει μόνιμα την ίδια ώρα. Την ώρα που τους αναλώσιμους (κι όχι γενικά τους διαφορετικούς, γ… τον κοινοτισμό μας!) σκοτώνουν…

Τελικά, κακά τα ψέματα. Αν ο (πώς θα καταργούσε ο κομμουνισμός τον σοσιαλισμό ως το ανώτερο στάδιό του;) καταργημένος από τον αδηφάγο νεοφιλελευθερισμό καπιταλισμός (και σιγά μην υπήρχε μόνο ένα είδος) είχε αντέξει κάποιους αιώνες παραπάνω απ’ όλα τα άλλα συστήματα, δεν ήταν φυσικά γιατί ήταν καλύτερος, όπως ψιθύριζαν και ψιθυρίζουν τα «παπαγαλάκια του», ήταν γιατί υπήρξε λιγότερο υποκριτικός… Και δημιουργούσε ανθρώπους που δοσμένοι στα ένστικτά τους ήταν πρόθυμοι «να φάνε». Αλλά οι καθαροί (οι θρησκόληπτοι παρθένοι με τους μπαλτάδες απέναντι στα γυμνά αγάλματα των εθνικών, μέχρι τις εκκαθαρίσεις των χιτλερικών ή τις διώξεις σταλινικών ή τις μολότοφ των αντιεξουσιαστών) θέλουν «να σε φάνε». Το αποτρόπαιο περιστατικό της Marfin υπενθύμισε για άλλη μια φορά στην ιστορία του κόσμου (και πόσο δίκιο είχε ο Κανέτι που επιβίωσε από τα στρατόπεδα του θανάτου μιλώντας για τους «επιζήσαντες») πως οι «ένοχοι» συμβάλλουν στην αισχροποίηση του κόσμου. Και δικαίως τους έχουμε απέναντι. Αλλά «οι αθώοι» συμβάλλουν στην καταδίκη του.

Υ.Γ. 5.5.2010: Εγώ δεν θα ξεχάσω. Κι ακόμη περισσότερο, δεν θα σας εκχωρήσω τη Μνήμη μου! (Ούτε την ενεργητικότητα μου σε αδιέξοδους «διαλόγους» με «αήττητους». Ωριμάζουμε…) Ραντεβού με τον κόσμο της εργασίας στην επόμενη Μεγάλη Διαδήλωση, που δεν πρέπει ν’ αργήσει.

Ελένη Καρασαββίδου-Κάππα (Θεσσαλονίκη, 1972). Δασκάλα και συγγραφέας. Έχει γράψει τέσσερα βιβλία και πολλά άρθρα και δοκίμια. Συμμετέχει έμπρακτα σε πολιτικούς φορείς διεθνώς και σε κοινωνικά κινήματα. Συνδημιουργός του διαδικτυακού τόπου https://www.agitprop.gr/.