Στη Δικαιοσύνη θα προσφύγουν τρεις γιοι του πρώην πρωθυπουργού του Κονγκό, Πατρίς Λουμούμπα, εναντίον Βέλγων αξιωματούχων που θεωρούν ότι συνέργησαν στη σύλληψη και τη δολοφονία του πατέρα τους, τον Ιανουάριο του 1961.

Ads

Ομάδα νομικών κατέθεσε επίσημα κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου εναντίον δώδεκα Βέλγων κυβερνητικών και στρατιωτικών αξιωματούχων οι οποίοι θεωρούνται ύποπτοι για τη δολοφονία του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου πρωθυπουργού του Κονγκό. Οι δικηγόροι της οικογένειας Λουμούμπα θα προσφύγουν στη δικαιοσύνη στηριζόμενοι σε αυτή την κατηγορία, 49 χρόνια μετά τα γεγονότα.

Ο Λουμούμπα ηγείτο του μεγαλύτερου πολιτικού κόμματος του Κονγκό και έγινε πρωθυπουργός όταν το Βέλγιο χορήγησε στη χώρα την ανεξαρτησία της στις 30 Ιουνίου 1960 μετά από έναν αιώνα αποικιοκρατίας. Υπήρξε ένα χαρισματικός πολιτικός ο οποίος στη Δύση θεωρήθηκε «επικίνδυνος ριζοσπάστης» καθώς ήθελε να κρατικοποιήσει τα προσοδοφόρα και ιδιοκτησίας του Βελγίου ορυχεία χρυσού και χαλκού καθώς και τη βιομηχανία ουρανίου. Οι ιστορικοί σε γενικές γραμμές συμφωνούν ότι κορυφαίοι Βέλγοι αξιωματούχοι συνωμότησαν προκειμένου να τον ανατρέψουν και βρίσκονται πίσω από την οργάνωση και τη διενέργεια της εκτέλεσής του στις 17 Γενάρη του 1961. Πίσω από την ανατροπή και την εκτέλεσή του βρίσκεται και ο διεφθαρμένος δικτάτορας του Κονγκό Mobutu Sese Seko, τον οποίο υποστήριζε η Δύση και ο οποίος τελικά ανατράπηκε το 1997.

Οι ιστορικοί έχουν αποδείξει ότι οι Βέλγοι δεν ήταν οι μόνοι που προσπάθησαν να βγάλουν το Λουμούμπα από τη μέση. Το 1975 επιτροπή της Αμερικανικής Γερουσίας είχε διαπιστώσει ότι η CIA είχε συλλάβει ένα σχέδιο, το οποίο τελικά απέτυχε, προκειμένου να «εκλείψει» ο ηγέτης του Κονγκό. Η CIA είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Λουμούμπα είχε τη δυνατότητα να είναι ένας Αφρικανός Φιντέλ Κάστρο. «Η επιχείρηση Λουμούμπα είχε κοινά με τις επιχειρήσεις Ιράν και Γουατεμάλα, όπου η CIA συνειδητοποίησε την αλλαγή του καθεστώτος χωρίς τη διεξαγωγή παραστρατιωτικών δραστηριοτήτων» τονίζει ο ιστορικός Ken Conboy, ο οποίος έχει ασχοληθεί εκτενώς με τις αμερικανικές μυστικές επιχειρήσεις στο 1950 και 1960.

Ads

Ο Christophe Marchand επικεφαλής της νομικής ομάδας, υποστηρίζει ότι περίπου 12 Βέλγοι αξιωματούχοι κατονομάζονται στην καταγγελία – ο ίδιος αρνήθηκε να τους κατονομάσει δημόσια – ενώ ενημέρωσε ότι η έρευνα του ανακριτή αναμένεται να αρχίσει τον Οκτώβριο. Η προσφυγή πάντως συμπίπτει με την 50ή επέτειο της ανεξαρτησίας του Κονγκό, στις 30 Ιουνίου.

Κατά την τελετή ανεξαρτησίας της 30ής Ιουνίου του 1960, ο πρώτος πρωθυπουργός του ανεξάρτητου Κονγκό Πατρίς Λουμούμπα είχε εκφωνήσει πύρινο λόγο κατά της βελγικής αποικιοκρατικής πολιτικής. Δύο μήνες αργότερα εκδιώχθηκε από την πρωθυπουργία. Ο στρατηγός Ζοζέφ Ντεζιρέ Μομπούτου κατέλαβε την εξουσία και ο Πατρίς Λουμούμπα συνελήφθη, υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και δολοφονήθηκε τον Ιανουάριο του 1961.

Η ομάδα των νομικών ακτιβιστών που ασχολείται με την υπόθεση περιλαμβάνει πολλούς εξέχοντες δικηγόρους, μεταξύ αυτών και τον κοσμήτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών αλλά και τον ιστορικό Luddo de Witte τα έργα του οποίου πυροδότησαν κοινοβουλευτική έρευνα για τη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα. Η έρευνα έλαβε χώρα το 2001 – 2002 και απέδωσε ηθική ευθύνη στο Βέλγιο. Η βελγική κυβέρνηση είχε τότε ζητήσει συγγνώμη από το Κονγκό. Η προσφυγή στηρίζεται στα συμπεράσματα της έρευνας αυτής.

Όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, μετά την ανατροπή του από τον Μομπουτού με πραξικόπημα στις 4 Σεπτεμβρίου 1960, ο Λουμούμπα φυλακίστηκε στην Κινσάσα. στις 17 Γενάρη του 1961, μετέφεραν τον Λουμούμπα και δύο από τους υπουργούς της κυβέρνησής του αεροπορικώς στην αποσχισθείσα περιοχή Κατάνγκα όπου Βέλγοι αξιωματούχοι συμμετείχαν στην εκπαίδευση των αποσχιστικών δυνάμεων. «Αυτοί οι αξιωματικοί ήταν υπεύθυνοι για την αιχμαλωσία, το βασανισμό και τελικά το θάνατό του» υποστηρίζει ο de Witte.

Ο Βέλγος στρατηγός που διέταξε τη μεταφορά του Λουμούμπα στο εκτελεστικό απόσπασμα προμηθεύτηκε στη συνέχεια νέα ταυτότητα από το στρατό και μεταφέρθηκε σε βελγική ταξιαρχία της πρώην Δυτικής Γερμανίας προκειμένου να προστατευθεί από τη δίωξη, υπογραμμίζει ο de Witte, διευκρινίζοντας ότι «το κατεστημένο ιστορικό γεγονός είναι ότι υπήρχε άμεση σχέση μεταξύ της βελγικής κυβέρνησης και των Βέλγων αξιωματικών που υπηρετούν στην αποσχισθείσα περιοχή του Κονγκό, την Κατάνγκα. Οι αξιωματικοί έδρασαν σαφώς υπό τις οδηγίες της κυβέρνησης».

Η βελγική νομοθεσία προβλέπει οικουμενική δικαιοδοσία σε υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου, και πολλές μηνύσεις που αφορούν φόνους σε διάφορες χώρες της Αφρικής έχουν ήδη εκδοθεί, εξηγεί ο Marchand, τονίζοντας ότι σε αυτή την περίπτωση οι εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να κινήσουν ποινική έρευνα δεδομένου ότι όλοι οι φερόμενοι ως δράστες είναι Βέλγοι.

«Το Βέλγιο ιστορικά είναι πολύ δραστήριο στην επιδίωξη απονομής δικαιοσύνης σε τέτοιες περιπτώσεις» δηλώνει ο Marchand ξεκαθαρίζοντας, ωστόσο, ότι δεν ήταν «διατεθειμένο να κάνει το ίδιο όταν τα εγκλήματα διαπράχθηκαν από την ίδια τη βελγική κυβέρνηση». Υποστήριξε επιπλέον ότι τα γεγονότα που συνέβησαν το 1960 και 1961 εμπίπτουν σαφώς στον ορισμό των εγκλημάτων πολέμου. «Αυτό δίνει τη δυνατότητα δίωξης για όσους Βέλγους ενόχους παραμένουν ζωντανοί και δραστηριοποιούνται στο Κονγκό αυτή τη χρονική στιγμή». «Τώρα είναι η ώρα για να απονεμηθεί δικαιοσύνη» τονίζει.

Οι ιστορικοί έχουν κατονομάσει τον υπουργό Εσωτερικών της Αφρικής στις Βρυξέλλες, Harold D’Aspremont-Lynden, ως τον άνθρωπο που διέταξε τη μεταφορά του Λουμούμπα στην περιοχή όπου δολοφονήθηκε καθώς και τον λοχαγό Julien Gat ως τον αξιωματικό που διέταξε την εκτέλεσή του. Και οι δύο έχουν πεθάνει. Εκπρόσωπος του Υπουργείου εξωτερικών στις Βρυξέλλες αρνήθηκε να κάνει το οποιοδήποτε σχόλιο.