Τη συμμετοχή Εβραίων, πάνω στα βουνά και στα χωριά, στις οργανώσεις της Αντίστασης, τόσο στις μάχιμες αντάρτικες ομάδες, όσο και στις συμπαραστάτριες σε αυτές πολιτικές οργανώσεις (ΕΠΟΝ, Επιμελητεία του Αντάρτη, Αλληλεγγύη κ.ά), κυρίως όμως στον μάχιμο Ε.Λ.Α.Σ., καθώς και στον εφεδρικό, εξαίρει ο Λαρισαίος συγγραφέας, Εσδράς Μωυσής, ο οποίος υπήρξε αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, του οποίου η δράση έχει αναγνωριστεί από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ενώ έχει τιμηθεί και με το αντίστοιχο μετάλλιο.

Ads

Του Αποστόλη Ζώη

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο κ. Εσδράς, οι Εβραίοι πρόσφεραν πολλές υπηρεσίες και έκαναν τις δικές τους θυσίες, αφού και αυτή την περίοδο θρήνησαν τα δικά τους θύματα μεταξύ των νεκρών και των τραυματιών.

Όπως μας εξιστορεί ο κ. Εσδράς, τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, σε μία ξαφνική επιδρομή των Γερμανών, για τρομοκράτηση του πληθυσμού, στην κωμόπολη του Συκουρίου, 20 χιλιόμετρα από τη Λάρισα, όπου είχαν καταφύγει οικογένειες για λόγους προληπτικούς, σκοτώθηκαν, εν ψυχρώ, πολλοί κάτοικοι -μόνιμοι ή προσωρινοί- της κωμόπολης, μεταξύ των οποίοι και Εβραίοι-μέλη της Κοινότητας Λάρισας: Σαδώκ, Αλβέρτος και Μωυσής Φερετζή, Σιμαντώβ Μάιση, Σιαλώμ Φελλούς (14 χρονών), Δαυίδ Σασών και Σαλβατώρ Αλγούστης.

Ads

Στις 8 Μαρτίου 1944, εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς 40 πατριώτες, που κρατούνταν σε στρατόπεδο της Λάρισας, μεταξύ των οποίων και οι Εβραίοι από τη Θεσσαλονίκη, Αλμπέρτος Τόρες (γεν. το 1915), Μπένης Σονίνο (γεν. το 1927) και Ηλίας Σονίνο (γεν. το 1921). Σ’ όλους αυτούς τους αγωνιστές, ο Δήμος της Λάρισας -τονίζει- αφιέρωσε οδούς στον οικισμό της Νεάπολης, για τη διαιώνιση της θυσίας τους.

Στη συνέχεια, μπαίνοντας στο 1944, άρχισαν οι πρώτες-ενδείξεις για το τι θα επακολουθήσει, καθώς και οι ανησυχίες των μελών της Κοινότητας. Οι Γερμανοί ζήτησαν ονομαστικές καταστάσεις των Εβραίων της Λάρισας, τους οποίους υποχρέωσαν να δίνουν τακτικό “παρών”- τα γνωστά, συνηθισμένα και καθιερωμένα παντού μέτρα- ενώ από πολύ νωρίς (μέσα στο 1943), διόρισαν ως πρόεδρο της Κοινότητας αρχικά και της Νομαρχίας μετέπειτα, τον ομόθρησκο επιθεωρητή των σιδηροδρόμου Ααρών Αβραάμ Χαζάν, ο οποίος, όμως, πολύ γρήγορα παραιτήθηκε και σε αντικατάσταση του, διορίστηκε ο Αβραάμ Ισαάκ Νεγρής.

Τα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται απειλητικά και οι Εβραίοι της Λάρισας, έχοντας και το προηγούμενο της Θεσσαλονίκης, όπου οι Εβραίοι συνελήφθησαν ένα χρόνο νωρίτερα, άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη και να καταφεύγουν στην ύπαιθρο, στα χωριά της περιοχής και, κατά προτίμηση, στα ορεινά και μαζί τους και ο πρόεδρος της Κοινότητας.

Οι περισσότερες εβραϊκές οικογένειες έφυγαν, αλλά παρέμειναν μερικές και άλλες, που είχαν φύγει, επέστρεψαν στην πόλη για διάφορους λόγους (επιβίωσης κ.λπ.). Νέος πρόεδρος, από τις κατοχικές αρχές, διορίστηκε ο Γιομτώβ Μάνο μέχρι και τη σύλληψη των Εβραίων και την αποστολή τους στα στρατόπεδα της Πολυμνίας, Άουσβιτς και Μπιργκενάου, με τα εφιαλτικά τρένα μεταφοράς τους, γεγονός που συνέβη, όπως και σε όλη την πρώην ιταλική ζώνη κατοχής, την 24η Μαρτίου 1944. Οικογένειες ολόκληρες, πολυμελείς οι περισσότερες, σύμφωνα με τον συγγραφέα, εξοντώθηκαν στα απαίσιας μνήμης ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, απ’ όπου δεν επέστρεψαν πάρα μονό ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα των δύο χεριών.

Στο μεταξύ, οι Εβραίοι που είχαν φύγει για να γλιτώσουν, ζούσαν, κάτω από δύσκολες συνθήκες, στους τόπους όπου είχαν καταφύγει, με στερήσεις, αρρώστιες, κινδύνους, αγωνίες και φόβους για την τύχη τους, παρά τις πραγματικά συγκινητικές προσπάθειες και την ανθρωπιστική μέριμνα των οργανώσεων της Αντίστασης, αλλά και τις φιλόξενες (στις περισσότερες περιπτώσεις) εκδηλώσεις των απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Κατάφεραν να επιβιώσουν, παρά τις αφάνταστες ταλαιπωρίες. “Εδώ σαφώς και ανεπιφύλακτα και χάριν της αλήθειας και της δικαιοσύνης πρέπει να λεχθεί ότι, χωρίς τη σθεναρή και επίμονη θέληση και απόφαση των αντάρτικων οργανώσεων του Ε.Α.Μ., που είχαν φουντώσει, δεν θα υπήρχε περίπτωση σωτηρίας για κανέναν Εβραίο, που κατέφυγε στις περιοχές όπου οι οργανώσεις αυτές υπήρχαν και δρούσαν”, αναφέρει ο κ. Εσδράς.

Ορισμένοι από τους νέους Εβραίους που έλαβαν ενεργό μέρος στην Αντίσταση και είχαν ένοπλη συμμετοχή στις μάχες κατά του κατακτητή ήταν οι: Σαμουήλ Μωυσή Εσκεναζής, Κουτιγέλ Ιακώβ Μπέγας, Ιακώβ Ισρ. Μπεράχας, Ισαάκ Αβραάμ Φιλοσώφ, Ιωσήφ Νισήμ Ταραμπουλούς, Εσδράς Βενιαμίν Μίουσής, Ραφαήλ Ηλία Φιλοσώφ, Εσδράς Ηλία Φιλοσώφ, Μόρδος Ιωσήφ Γκανής (και άλλοι που ενδεχομένως διαφεύγουν).

Στις 6-2-l944 σκοτώθηκε ο Σαμουήλ Μωυσή Εσκεναζής, έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και αξιωματικός του Ε.Λ.Α.Σ, διοικητής λόχου στο 54ο Σύνταγμα, σε μάχη με τους Γερμανούς, κατά την υποχώρησή τους.

Οι περισσότερες εβραϊκές οικογένειες είχαν καταφύγει στην περιοχή της Αγιάς και στα ορεινά της χωριά στον Κίσσαβο. Φαίνεται ότι αντιμετώπιζαν προβλήματα επιβίωσης και έλλειψης τροφίμων και λοιπών αγαθών για τη ζωή τους και γι’ αυτό έστειλαν, με επιστολή τους, ένα αίτημα για ενίσχυση στη Συμμαχική Αποστολή της περιοχής, όπως προκύπτει από μία έγγραφη απάντηση της τελευταίας, που διασώθηκε.

Για τους Εβραίους της Λάρισας -σημειώνει ο συγγραφέας- η 24η Μαρτίου 1944 υπήρξε η αποφράδα ημέρα, που οι Γερμανοί κατακτητές μπλοκάρισαν την εβραϊκή συνοικία ‘Έξι Δρόμων’, όπως λέγεται, και τα καμιόνια τους, μέσα σε μία ώρα περίπου, γέμισαν από τρομαγμένο πλήθος ανθρώπων κάθε ηλικίας, που πήραν το δρόμο, τον χωρίς γυρισμό, για τα κολαστήρια του θανάτου και απ’ όπου 235 δεν ξαναγύρισαν, βορά των απαίσιων κρεματορίων και των δηλητηριωδών αερίων“.

Όλοι εκείνοι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, αποτέλεσαν το Λαρισινό εβραϊκό μαρτυρολόγιο. Την ίδια στιγμή, που εκπατρίζονταν βίαια και ξεριζώνονταν από τον τόπο τους, για να οδηγηθούν στη σφαγή, λεηλατούνται και καταπατούνται η Μεγάλη Συναγωγή και η Κοινοτική Βιβλιοθήκη. Πολύτιμα και σπάνια κειμήλια αιώνων, τιμαλφή της ελληνοεβραικής παράδοσης και, προπαντός, τα μεγάλα θρησκευτικά, φιλολογικά, λογοτεχνικά και ιστορικά χειρόγραφα, πάπυροι και περγαμηνές, λεηλατούνται επίσης. Το ίδιο και τα εγκαταλειφθέντα σπίτια, τα καταστήματα και οι περιουσίες όσων κυνηγήθηκαν κι εξοντώθηκαν, μ’ αυτό τον άγριο τρόπο.

Οι Γερμανοί, νικημένοι στο Ανατολικό και το Δυτικό Μέτωπο και οπισθοχωρώντας, εγκατέλειψαν τη Λάρισα, στις 23 Οκτωβρίου 1944, αφού την πλήγωσαν βαριά. Η πόλη απελευθερωμένη και οι άνθρωποί της ανακουφισμένοι, αλλά βαριά πληγωμένοι κι αυτοί, άρχισαν να ξαναζούν. Οι Εβραίοι άρχισαν να κατεβαίνουν από τα βουνά και να επιστρέφουν, σωστά ερείπια από κάθε άποψη. Η Κοινότητα καθημαγμένη κι αυτή, όσο και τα σπιτικά των μελών της, επιδόθηκε στη συγκέντρωση των ερειπίων και την αποκατάσταση των καταστροφών, για να οργανώσει σιγά-σιγά και πάλι την κοινοτική ζωή.

Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τον κ. Μωυσή, άρχισε η υποδοχή των ομήρων, που διασώθηκαν από τα στρατόπεδα και έφταναν σε άθλια κατάσταση, με διάφορα μέσα, και από τους οποίους πληροφορούμασταν, για πρώτη φορά και από έγκυρα χείλη, τη φοβερή αλήθεια για τη μεγάλη τραγωδία και τις συνθήκες εξόντωσης των δυστυχών αδελφών μας.

Στην Κοινότητα της Λάρισας, βρέθηκαν συνολικά 14 όμηροι, μοναχικοί, εξουθενωμένοι και βαριά χτυπημένοι από την ανθρώπινη παράνοια. Γλίτωσαν, άλλα σφραγίστηκαν από τη φοβερή ανάμνηση των στρατοπέδων και την αβάσταχτη θλίψη για το χαμό των αγαπημένων τους. Για όλους αυτούς τους λόγους είχαν ιδιαίτερα προβλήματα να αντιμετωπίσουν και τους ήταν απαραίτητη κάθε είδους συμπαράσταση. Αλλά και για τους λίγους -μέλη της Κοινότητας- που στάθηκαν τυχεροί και διασώθηκαν, γιατί απομακρύνθηκαν έγκαιρα, οι ανάγκες ήταν επιτακτικές.

Άρχισε, καταλήγει ο συγγραφέας, ένας τιτάνιος αγώνας για την περίθαλψη, τον επισιτισμό, τη στέγαση και την κοινωνική πρόνοια στον άμεσο χρόνο όλων αυτών, που επιστρέφοντας, ούτε σπίτια, ούτε μαγαζιά, ούτε τα νοικοκυριά τους βρήκαν.