Ο βασικός στόχος στην μάχη ενάντια στην φοροδιαφυγή και την παραοικονομία είναι η καταπολέμηση της μεγάλης φοροδιαφυγής και η δημιουργία αντικινήτρων για την ανάπτυξή της. Η μεγάλη φοροδιαφυγή οδηγεί στην απόκρυψη εισοδημάτων και στην ύπαρξη ιδιωτικής ζωής και κατανάλωσης που δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα.

Ads

Αυτό σημαίνει ότι άμεσα πρέπει να υπάρξει αναδιάρθρωση και επανασχεδιασμός των ελεγκτικών μηχανισμών μέσα από την χαρτογράφησή τους και την καταγραφή αρμοδιοτήτων και αντικειμένων τους. Υπάρχουν υπηρεσίες με επικαλυπτόμενες και αλληλοεμπλεκόμενες αρμοδιότητες, όπως και υπηρεσίες που ενώ έχουν αρμοδιότητες ελέγχου, είναι είτε «κουτσουρεμένες» από ανθρώπινο δυναμικό και σύγχρονα μέσα ελέγχου, είτε ανορθολογικά οργανωμένες.

Στο σύνολό τους οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι πολλοί, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται αναποτελεσματικότητα στη δράση τους και εύλογα ερωτηματικά για την λειτουργικότητά τους. Ένα σχέδιο δράσης που θα στοχεύει στην ορθολογική οργάνωση και στην απλούστευση των λειτουργιών, θα δρομολογήσει τη μείωση των δομών μέσα από τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων, την αύξηση της εξουσίας ελέγχου και επιβολής προστίμων και παράλληλα της κοινωνικής λογοδοσίας τους που θα οδηγεί αναπόδραστα στην πάταξη της φοροδιαφυγής, μέσα από μια ξεκάθαρη γεωγραφική κατανομή. Ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι ελεγκτικές υπηρεσίες λειτουργούν με ξεκάθαρο σχέδιο δράσης, με ανάλυση κόστους-ωφέλειας των επιλογών τους, με στοχευμένες δράσεις που έχουν προκύψει από την ανάλυση κινδύνου και την παραμετροποίηση των υποθέσεων, στη χώρα μας ακόμα επαφιόμαστε στον «πατριωτισμό» των υπαλλήλων.

Επίσης, πρέπει να υπάρξει ουσιαστική αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχονται από την πληροφορική τεχνολογία και την αξιοποίηση των βάσεων δεδομένων. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από την συνεργασία με άλλες ευρωπαϊκές υπηρεσίες που έχουν καλά αποτελέσματα στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Οι γνώσεις τους και οι καλές τους πρακτικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν έτσι ώστε οι ελληνικές υπηρεσίες να αφομοιώσουν τα θετικά στοιχεία των άλλων ελεγκτικών αρχών. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στο πλαίσιο ανταλλαγής εμπειριών και λειτουργικών διαδικασιών μεταξύ των δημοσίων υπηρεσιών, υπάρχουν τόσο οι βέλτιστες πρακτικές, όσο και οι συγκριτικές επιδόσεις. Δεν χρειάζεται καμία τρόικα να μας πει για την ύπαρξή τους, ούτε απαιτείται να ανακαλύψουμε τον τροχό. Η αναβλητικότητα και η αναποφασιστικότητα είναι πολιτικές και διοικητικές επιλογές.

Ads

Πρέπει να αναπτυχθεί το προληπτικό στοιχείο στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής με την ύπαρξη προστίμων που θα λειτουργούν ως αντικίνητρο για την ανάπτυξη του φαινομένου. Για παράδειγμα, ένα υψηλό πρόστιμο για την μη έκδοση αποδείξεων ή τιμολογίων λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών, το οποίο θα είναι άμεσα επιβαλλόμενο και εισπρακτέο, χωρίς διακανονισμούς και ρυθμίσεις, με περιορισμούς στη διοικητική επίλυση ή προσφυγή, λειτουργεί ως αντικίνητρο της λεγόμενης μικρομεσαίας φοροδιαφυγής (η σχετική ευρωπαϊκή εμπειρία έχει δείξει αυτό). Σε ένα επόμενο στάδιο, μπορεί να υιοθετηθεί το μέτρο της μη φορολόγησης των επιχειρήσεων με βάση τις πωλήσεις τους -ειδικά για όσες εταιρίες δραστηριοποιούνται στη διακίνηση βασικών καταναλωτικών αγαθών και στην εστίαση ή διασκέδαση- αλλά της φορολόγησής τους με βάση τις αγορές. Σε αυτή την περίπτωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ηλεκτρονική διακίνηση όλων των φορολογικών στοιχείων αγοράς μέσα από το τραπεζικό σύστημα και η σύνδεσή του με τις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων του Υπουργείου Οικονομικών.

Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση θα απελευθερώσει ανθρώπινο δυναμικό από την γραφειοκρατική διαχείριση και διεκπεραίωση, θα δώσει ευκαιρίες και κίνητρα στον πολίτη και στην επιχείρηση να έχει μια εύκολη και εξ αποστάσεως επικοινωνία και σχέση με τη δημόσια διοίκηση και θα μπορεί να αξιοποιηθεί από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να απεμπλακεί η αξιοποίηση των πληροφοριακών συστημάτων από τους ιδιώτες παρόχους και από την εξάρτηση των κρατικών υπηρεσιών πληροφορικής από το ιδιωτικό κεφάλαιο. Είναι παράλογο να ελέγχεται το μεγάλο κεφάλαιο από το κράτος και ταυτόχρονα, αυτό το κεφάλαιο να ελέγχει την τεχνολογία αιχμής που χρησιμοποιούν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί. 

Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αλλαγή στην απονομή δικαιοσύνης, ειδικά στις υποθέσεις που αφορούν φορολογικούς ελέγχους. Πρέπει να δημιουργηθούν διοικητικά-φορολογικά δικαστήρια όπου μέσα σε έξι μήνες να αποφασίζουν για εκδίδουν τις αποφάσεις. Σε αυτά τα δικαστήρια, οι εκπρόσωποι των ελεγκτικών μηχανισμών μπορούν να έχουν συμβουλευτικό ρόλο προς τις εισαγγελικές αρχές. Και σε αυτή την περίπτωση, η ανάλογη ευρωπαϊκή εμπειρία είναι πλούσια.

Επίσης, ο έλεγχος πόθεν έσχες και ξεπλύματος χρήματος πρέπει να γίνει απλούστερος, ταχύτερος και να υπάρχει άμεση και ασφαλής ροή πληροφοριών προς τους ελεγκτικούς μηχανισμούς από το τραπεζικό σύστημα και τα υποθηκοφυλακεία. Όταν ένα κράτος «υποτάσσεται» στο τραπεζικό σύστημα και αδυνατεί να το «νουθετήσει», τότε η μεγάλη φοροδιαφυγή «καλύπτει τα ίχνη» της με τον πιο επίσημο τρόπο. Εφόσον οι ελεγκτικές αρχές διαπιστώνουν παράνομο πλουτισμό και διακίνηση του «βρώμικου χρήματος» να μην απαιτείται η σύνδεσή του με το λεγόμενο «βασικό αδίκημα». Δηλαδή, ένα φυσικό πρόσωπο που διαπιστώνεται ότι έχει παράνομο πλουτισμό, να μην χρειάζεται να αποδειχθεί τι είχε κάνει σε προγενέστερο χρονικό διάστημα, το οποίο τον οδήγησε στην απόκτηση μη νόμιμης περιουσίας. Οι χώρες που είναι στην Ελλάδα ως σύμβουλοι στο πλαίσιο εφαρμογής των μνημονιακών μας υποχρεώσεων, εφαρμόζουν αυτές τις διαδικασίες. Εμείς όμως όχι.

Γενικά, η στόχευση των ελεγκτικών μηχανισμών πρέπει να αλλάξει, η νοοτροπία των διοικήσεών τους και ο προσανατολισμός των ελέγχων. Πρώτο μέλημα πρέπει να είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής από το μεγάλο κεφάλαιο, από εκείνους που συστηματικά πλουτίζουν και δεν πιάνονται. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής δεν είναι μόνο μια οικονομική ενέργεια με δημοσιονομικά οφέλη. Είναι μια βαθιά κοινωνική δράση που δίνει τόσο το στίγμα μιας ευνομούμενης πολιτείας, ενός κράτους δικαίου και μιας κυβέρνησης που ενδιαφέρεται για την πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου και για εκείνους που παραδοσιακά χαρακτηρίζονται ως τα «φορολογικά υποζύγια».