Το πρόχειρο και ανθυγιεινό φαγητό μειώνει τον δείκτη νοημοσύνης των παιδιών, σύμφωνα με μια νέα βρετανική έρευνα -τη μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ για το ζήτημα αυτό. Οι μελετητές, υπό την Πολίν Έμετ της Σχολής Κοινωνικής Ιατρικής του πανεπιστημίου του Μπρίστολ, επισημαίνουν ότι τα παιδιά που τρώνε συχνά φαγητά κακής ποιότητας, όταν μεγαλώσουν έχουν κατά μέσο όρο ελαφρώς μικρότερο δείκτη νοημοσύνης (IQ).

Ads

Ειδικότερα, οι επιστήμονες μελέτησαν σε βάθος χρόνου περίπου 14.000 παιδιά, γεννημένα τα έτη 1991 και 1992, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στα τρία, τέσσερα, επτά και οκτώμισι χρόνια τους. Οι γονείς κατέγραφαν αναλυτικά το είδος φαγητών και ποτών που κατανάλωναν τα παιδιά τους, ενώ στην ηλικία των οκτώμιση ετών τα παιδιά έκαναν τεστ νοημοσύνης.

Τα παιδιά που έτρωγαν πολλά κατεργασμένα φαγητά με λίπη και ζάχαρη εμφανίστηκαν να έχουν διαφορά στις επιδόσεις σε σχέση με εκείνα που έτρωγαν υγιεινές τροφές, με πολλές σαλάτες, φρούτα, λαχανικά και ρύζι. Το 20% των παιδιών της πρώτης κατηγορίας, που έτρωγαν πιο ανθυγιεινά από όλους, είχαν κατά μέσο όρο δείκτη νοημοσύνης (IQ) 101, έναντι 106 που είχε το 20% των παιδιών που έτρωγαν πιο υγιεινά από όλους.

«Η διαφορά δεν είναι τεράστια, είναι πολύ μικρή, όμως καθιστά τα παιδιά της πρώτης κατηγορίας λιγότερο ικανά να τα βγάλουν πέρα στο σχολείο, καθώς και με διάφορα άλλα πράγματα στη ζωή τους» δήλωσε η Έμετ. Η ίδια πάντως διευκρίνισε ότι πρέπει να γίνουν κι άλλες μελέτες για να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτή η διαφορά στη νοημοσύνη διατηρείται και τα επόμενα χρόνια καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, αν και οι ερευνητές φέρεται να θεωρούν ότι το πρόβλημα έχει μονιμότερη βάση, ακόμα και αν στο μεταξύ η διατροφή των νέων γίνει πιο υγιεινή.

Ads

Τέλος, η Έμετ τόνισε ότι «η ανθυγιεινή διατροφή δεν βοηθά στην καλή ανάπτυξη του εγκεφάλου». Πρόσθεσε πως τα επεξεργασμένα τρόφιμα με λίπη και ζάχαρη στερούνται σημαντικών βιταμινών και άλλων ουσιών ζωτικών για την ανάπτυξη του εγκεφάλου, οι οποίες παίζουν κρίσιμο ρόλο στην αρχή της παιδικής ηλικίας, καθώς ο εγκέφαλος μεγαλώνει με ταχύτερο ρυθμό τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής του παιδιού. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό επιδημιολογίας «Journal of Epidemiology and Community Health».